Τα τραγούδια της Αμαλίας

Τα τραγούδια της Αμαλίας | Κεφάλαιο 7ο

Διορθώσεις: Μαίρη Δάογλου

Έξι μήνες αργότερα

«Καλησπέρα Αμαλία! Πώς και από τα μέρη μας;»

«Γεια σου μπάρμπα-Γιώργο, περνούσα από εδώ και μπήκα, μήπως βρίσκονταν εδώ η Μαρία, ο Κώστας και ο Τάσος».

«Πίσω στα παλιά λημέρια λοιπόν».

Βρίσκομαι στο κουτούκι που γνώρισα τα παιδιά και τον Μάρκο. Εκεί που η ζωή μου πήρε μια άλλη στροφή, σχεδόν έναν χρόνο πριν. Ο μπάρμπα-Γιώργος, το αφεντικό του μαγαζιού, είναι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος που έχασε τη γυναίκα του πριν δύο χρόνια από την παλιο-αρρώστια και στην ηλικία τότε των πενήντα οχτώ, αποφάσισε να ανοίξει το μαγαζί του, προκειμένου να επιβιώσει και να μην τρελαθεί μόνος στο σπίτι από τη μοναξιά. Τα παιδιά του, ο Φώτης και η Αλίκη, έχουν φύγει μόνιμα στο εξωτερικό και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα εκεί. 

«Γιατί εκεί φτάσαμε, να διώχνουμε τους νέους μας, αυτούς που μπορούν να βοηθήσουν και να στηρίξουν τη χώρα μας, έξω. Ένας ξεγραμμένος τόπος είμαστε αν χάνουμε έτσι τα παιδιά μας. Πόσες φορές μου έχουν πει να πάω να μείνω εκεί, αλλά εγώ μεγάλος άνθρωπος είμαι, ούτε τη γλώσσα ξέρω, ούτε μπορώ να φανώ χρήσιμος κάπου. Οπότε έκανα αυτό που ήξερα! Άνοιξα τούτο το μαγαζί εδώ, στον τόπο αυτόν! Εγώ από εδώ θα φύγω μια και καλή, όποτε το θελήσει ο Θεός. Μέχρι τότε θα παλεύω μέρα με τη μέρα για το ψωμί μου και ένα ποτήρι κρασί! Σου έχω δείξει τον εγγονό μου; Έχει πάρει το όνομα μου και τον έχω δει μια φορά από όταν γεννήθηκε. Τώρα είναι τριών χρόνων. Θα έρθουν φέτος τον Αύγουστο, μου το υποσχεθήκαν ο γιος μου με τη γυναίκα του», μου λέει και γελάνε τα μάτια του. Δεν πρόλαβε τελικά… δύο εβδομάδες πριν έρθουν, ο μπάρμπα-Γιώργος άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στο μαγαζί του. Καρδιά είπαν… τον αδικείς;

Η κηδεία έγινε τέσσερις μέρες αργότερα, όπου πέρα από τα παιδιά του με τις οικογένειές τους, δέκα άνθρωποι μαζεύτηκαν, μέσα σε αυτούς η Μαρία, ο Τάσος, εγώ και ο Μάρκος. Ο μικρός ο Γιώργος, θα ορκιζόμουν ότι είναι ίδιος με τον παππού του. Μου διηγούταν την πόλη του, το Λονδίνο, και εγώ με τα λίγα σπαστά αγγλικά μου, του έλεγα για τον παππού του, που τόσο αγαπούσε ακόμα και αν δεν τον θυμόταν, γιατί ήταν μωρό όταν τον γνώρισε, ενώ τώρα είναι «ολόκληρος άντρας», μου λέει και τον γαργαλάω. Ίδιο γέλιο με τον μπάρμπα-Γιώργο, γεμάτο και εγκάρδιο. Καλό παράδεισο φίλε!

~~~~

«Αμαλία, πού έχεις το μυαλό σου; Τόσες πρόβες και ασκήσεις και είναι λες και είναι πρώτη φορά!» με μαλώνει η Ξένια, η οποία μετά από έναν καλό λόγο του Μάρκου στον Λουκά, έγινε η προσωπική μου δασκάλα φωνητικής και πλέον όλα τα τραγούδια περνούν από τα χέρια της.

«Συγγνώμη Ξένια, πάμε πάλι;» καθαρίζω τον λαιμό μου. 

Είναι το τελευταίο κομμάτι του πρώτου μου δίσκου, που σκοπεύουμε να εμφανίσουμε τέλος Σεπτέμβρη. Όλα τα κομμάτια, αποκλειστικά γραμμένα για μένα, θυμίζουν λίγο Αρβανιτάκη, Αλεξίου, Μποφίλιου και Ζουγανέλη. Μέσα σε όλα, έχω και προγραμματισμένες εμφανίσεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, εκπομπές και δύο βραδιές σε ένα νυχτερινό μαγαζί εναλλακτικού τύπου, προκειμένου να τα παρουσιάσω και να τα τραγουδήσω.

Ξεκινάμε πάλι από το σημείο που το αφήσαμε, αλλά η Ξένια δεν μένει ευχαριστημένη. Κάτι λείπει, μου λέει, και με διώχνει να πάω σπίτι να ξεκουραστώ. 

«Δεν ξέρω πώς θα αισθανθείς καλύτερα… πήγαινε σε ένα σπα, δες τα αγόρια σου και πέρνα χρόνο να συνέλθεις, κάτι τέλος πάντων, ώστε η σημερινή κατάστασή σου να μην επαναληφθεί», μου λέει, ενώ μου δείχνει την πόρτα του στούντιο.

«Εντάξει, εντάξει! Τα λέμε!» της απαντάω και βιάζομαι να φύγω.

Πρόσφατα μετακομίσαμε στο καινούριο σπίτι που αγόρασα από τα λεφτά που έβγαλα όλον τον χρόνο. Είναι σε καλή περιοχή, με πολύ πράσινο και καλά σχολεία τριγύρω. Ο Νικόλας έχει αρχίσει να γίνεται αντιδραστικός και εγώ δεν ξέρω τι να κάνω. Προσέλαβα μια κοπέλα να τα προσέχει, όσο εγώ λείπω στη δουλειά. Η Ντίνα είναι πολύ καλή κοπέλα· δύο χρόνια μικρότερή μου, με πτυχίο νηπιαγωγού, που μέχρι να βρει κάτι σταθερό, απασχολείται σε μένα εδώ και πέντε μήνες. Φτάνω σπίτι και μπαίνω στην κουζίνα. Η Ντίνα απολαμβάνει μία κούπα χαμομήλι, και μόλις με βλέπει, σηκώνεται να φτιάξει και για μένα.

«Ευχαριστώ πολύ! Είχα μια δύσκολη μέρα –ή εβδομάδα, καλύτερα. Τι κάνουν τα παιδιά;»

«Ο Νικόλας είναι στο δωμάτιό του, παίζει με το τάμπλετ του, και ο Στράτος κοιμάται στο δικό του τού καλού καιρού».

«Ήρθε ο Σπύρος;»

«Πέρασε το πρωί, κάθισε μισή ώρα και έφυγε…» μου απαντάει και χαμηλώνει το βλέμμα.

«Τον ηλίθιο… Τι μας ενοχλεί ότι θέλει να τα δει πόσο καιρό τώρα, αν είναι να έρχεται και να φεύγει στο καπάκι;» ρωτάω, χωρίς να περιμένω φυσικά απάντηση.

«Και στα γενέθλια του Νικόλα για τόσο δεν ήρθε βρε Αμαλία;» με ρωτάει και ας ξέρει την απάντηση.

«Λιγότερο μην σου πω, αφού ήταν εδώ οι δικοί μου… Έτοιμοι να του χιμήξουν ήταν όλοι», της λέω και γελάμε. Πίνουμε το χαμομήλι, κουβεντιάζουμε και της λέω να πάρει το απόγεμα ρεπό, όπως και το σαββατοκύριακο επίσης, για να ξεκουραστεί. 

«Σε ευχαριστώ, η αλήθεια είναι ότι έχω μέρες να δω τον Παύλο μου», μου λέει και λάμπει όλο της το πρόσωπο.

«Ναι, πήγαινε να δεις λίγο και τον δικό σου, καλά να περάσετε!» της χαμογελάω και κλείνω πίσω της την εξώπορτα.

Τα παιδιά κοιμούνται ήσυχα στα δωμάτιά τους, και εγώ μπορώ να απολαύσω το μπάνιο μου. Βυθίζομαι στο νερό και αφήνω το άγχος να φύγει. Πέφτω σε μια κατάσταση γαλήνης και ηρεμίας που είχα καιρό να νιώσω. Μετά από μισή ώρα είμαι σε καλύτερη κατάσταση. Παρασκευή απόγευμα και έχω κανονίσει να βγω με τη Μαρία. Τα παιδιά θα κοιμηθούν στη γιαγιά τους σήμερα, και ο παππούς τα περιμένει πώς και πώς.

Στο μεταξύ, έχουν ξυπνήσει και παίζουμε με τα παιχνίδια που έφερε ο μπαμπάς. Μου λένε για τον Σπύρο που ήρθε και για τους δεινόσαυρους που τους έφερε, έναν στον καθένα. Ο Στράτος θέλει να κοιμηθεί μαζί με τον δικό του στη γιαγιά, και τον βάζουμε μέσα στο σακίδιό του λίγο πριν φύγουμε. 

~~~~

«Αμαλία θα πάμε κάπου ωραία σήμερα!» μου λέει η Μαρία, καθώς περπατάμε στο κέντρο της Αθήνας.

«Α ναι; Πού;»

«Σε ένα καινούργιο στο Μοναστηράκι, έχει θέα την Ακρόπολη και όλοι οι διάσημοι εκεί πάνε!»

«Μου αρκεί να έχει το κοκτέιλ που πίνω…» της απαντάω και γελάει.

«Πίστεψέ με, παντού φτιάχνουν μαργαρίτες, σιγά το κοκτέιλ!»

«Είναι το χέρι του μπάρμαν» της το γυρνάω και γελάμε και οι δύο.

«Έχεις όρεξη εσύ σήμερα! Θα περάσουμε καλά», και μπαίνουμε στο μαγαζί.

Βρίσκουμε ένα ωραίο τραπέζι και παραγγέλνουμε κοκτέιλ. Κουβεντιάζουμε, λέμε τα νέα μας και παράλληλα τσεκάρουμε και τον κόσμο. Κανένας δεν γλυτώνει από την τσουχτερή γλώσσα της Μαρίας. Τα κοκτέιλ τελειώνουν γρήγορα και εμείς συνεχίζουμε ακάθεκτες. Μετά από τρία η κάθε μία και τα γέλια ασταμάτητα, νιώθω ένα άγγιγμα στην πλάτη. Γυρνάω και βλέπω τον Αγησίλαο να μου χαμογελάει.

«Γεια σου Αμαλία! Μπορώ να κάτσω;»

«Γεια σου Αγησίλαε… Ε, ναι, φυσικά…»

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *