Daily Inspirations

[Φάνης] Ξεκουράσου πατέρα…

Πηγή εικόνας: https://gr.pinterest.com/pin/118782508913560153/

Απόγευμα Παραμονής Χριστουγέννων. Κάθομαι στην αυλή του σπιτιού μου σκεπτόμενος πως θα περάσω το βράδυ μου, σε ποιο μπαρ θα πάω να τα πιω και αύριο… ναι, αύριο… πάλι μόνος. Στα 35 μου χρόνια δεν έχω περάσει ποτέ γιορτές με κάποιους οικείους. Γονείς, αδέλφια όχι. Μεγάλωσα σε ιδρύματα και όταν επιτέλους ενηλικιώθηκα τα άφησα όλα πίσω μου. Καμία επαφή, κανένας σύνδεσμος με ανθρώπους από εκεί.

Ο ήλιος έχει πέσει και εγώ πίνω νοχελικά τον απογευματινό μου καφέ, ο τρίτος για σήμερα για να ζεστάνει το μέσα μου. Έχει σηκώσει αέρα, προμηνύεται και βροχή, αλλά ποιος νοιάζεται; Όλοι έξω θα είναι. Αισθάνομαι μεγαλύτερος από ποτέ. Ζηλεύω τους νέους που έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους. Επιλογές, ευκαιρίες και ό,τι επιθυμούν. Αρκεί να παλέψουν για αυτό. Ό,τι και να τους λένε, έχουν δύναμη και πυγμή. Μακάρι να το καταλάβαιναν και οι ίδιοι.

Μια παρέα νεαρών περνάει από το απέναντι πεζοδρόμιο γελώντας και σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον.

“Προχώρα ρε μαλάκα να πουμε…”
“Άντε γαμησου ρε!”

Μια σύντομη συζήτηση μεταξύ τους και φορώντας τις κουκούλες τους απομακρύνονται.

Η βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου απέναντι λαμποκοπάει από τα φωτάκια και τη διακόσμηση. Κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει και κόσμος περιμένει τη σειρά του. Όλοι ενθουσιασμένοι που βρίσκονται μέσα στα γλυκά και τις ευωδιαστές μυρωδιές τους.

Κάποιος τραβάει την προσοχή μου. Ένας τύπος κοντά στα 65 με μακριά γκρίζα μαλλιά και μούσια φαίνεται να παραπατάει και να παραμιλάει ενώ διαβαίνει όπως όπως τον δρόμο. Μου ρίχνει μια ματιά και σταματάει καλύτερα να με δει με ένα βλέμμα έκπληκτο και αμήχανο. Του ανταποδίδω το βλέμμα και ο τύπος χαμηλώνει τα μάτια του και αρχίζει να κλαίει.

“Α ρε Φάνη…” καταφέρνει να πει με κόπο και ανάμεσα στα δάκρυά του.

Σίγουρα είχα γουρλώσει τα μάτια. Που ήξερε το όνομά μου; Δεν τον είχα δει ποτέ και δεν μου θυμιζε και κάτι.

“Φίλε ηρέμησε… Έλα εδώ να ξαποστάσεις και να ηρεμήσεις.” του λέω και του κάνω νόημα να μπει στην αυλή και να κάτσει μαζί μου.

Ο τύπος ρουφάει τη μύτη του και με τρεμάμενα χέρια ανοίγει την αυλόπορτα και κάθεται στη θέση δίπλα μου. Έχει να κάνει μπάνιο καιρό, πόσο μάλλον να ξυριστεί. Φαίνεται ταλαιπωρημένος από τη ζωή και από τους ανθρώπους.

Μου θύμισε εμένα, για αυτό και του πρότεινα να κάτσει να ξαποστάσει. Μπαίνω μέσα στο σπίτι και κατευθείαν στο ντουλάπι με τα ποτά. Διαλέγω το κονιάκ για να μας ζεστάνει και να μας ηρεμήσει. Δύο σφηνοπότηρα στο άλλο χέρι και βγαίνω πάλι έξω.

“Σχώρα με αγόρι μου… Σχώρα με…” μου λέει ψιθυριστά.

Γεμίζω τα σφηνάκια και του κάνω νόημα να το πιει. Μετά από τρία σφηνάκια και αφού φαίνεται να ηρεμεί κάπως από τη θλίψη του τον ρωτάω.

“Από που με ξέρεις; Πως σε λένε;”
“Δεν με ξέρεις. Δεν με γνώρισες ποτέ. Μόνο τώρα στον απόηχο της ζωής μου. Όχι, δεν χρειάστηκε ποτέ να με μάθεις, μόνο τώρα που όλα φτάνουν στο τέλος τους.”

Ο Φάνης φαίνεται ακόμη πιο απορημένος. Τι μαλακίες λέει; Ποιον απόηχο και ποιο τέλος;

“Θα σοβαρευτείς; Χριστούγεννα έρχονται δεν θέλω να σε διαολοστειλω, κανόνισε…”
Ο γέρος σαν να τρομάζει και τα χάνει ξαφνικά. Τρίβει τα μάτια του και αρχίζει να κουνίεται πέρα δώθε στην καρέκλα παραμιλώντας.

“Κάτσε καλά Φάνη! Μη κλαις! Σταμάτα να κουνιέσαι, πιες το γάλα σου…. Η μαμά δεν ειναι εδώ ακόμη, θα γυρίσει. Φάνη ΣΤΑΜΑΤΑ… ΜΗ ΦΩΝΑΖΕΙΣ! Η μαμά σου θα έρθει κάποια στιγμή στο ορκίζομαι!”

Ο Φάνης τον κοιτάει τρομαγμένος να φωνάζει και να λέει τα δικά του. Τρελός είναι… έβαλε έναν τρελό στο σπίτι του. Πρώτη του σκέψη τώρα είναι να τον διώξει με τις κλωτσιές. Δεν ήθελε να μπλέξει.

Ο γέρος συνεχίζει.

“Η μαμά δεν θα έρθει Φάνη… Η μαμά είχε ένα δυστύχημα… Δεν φταίει εκείνη… ΕΚΕΙΝΟΙ φταίνε. ΌΛΟΙ ΤΟΥΣ… Όλοι αυτοί που τώρα τους έχει φάει το χώμα και καλά τους έκανε. Η δικαιοσύνη τους δίκασε, αλλά και πάλι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Κάναμε ότι μπορούσαμε γιε μου… αλλά τίποτα δεν θα τη φέρει πίσω…”

Ο γέρος κλαίει και οδύρεται και ο Φάνης του βάζει ένα ακόμα σφηνάκι κονιάκ. Ο γέρος το πίνει σαν νερό.

“Σε μεγάλωσα, στα είπα, στα εξήγησα όλα… αλλά έφυγες να την βρεις. Ακολούθησες τον ουράνιο δρόμο και κάπου συναντηθηκατε… Και τώρα θα έρθω και εγώ, λίγο ακόμη και θα έρθω μαζί σας. Υπομονή…” ο γέρος κλείνει τα δακρυσμένα μάτια του σαν να περιμένει τον Χάρο με το δρεπάνι του να κάνει την δουλειά του.

Ο Φάνης κομπλάρει και πίνει το κονιακ του. Μια τέτοια μέρα του έτυχε να είναι το αυτί που θα άκουγε την ιστορία του γέρου και της οικογένειας του. Τελικά δεν ήταν ο μόνος “σπασμένος”. Ο γέρος δίπλα του είχε τραβήξει πολλά και του είχε σαλέψει. Όσο του έμενε να ζήσει ακόμη θα ζούσε σπασμένος και μόνος.

“Πατέρα;” λέει ο Φάνης και του χαμογελάει.

Ο γέρος σαν να βγαίνει από ένα όνειρο τον κοιτάει αποσβολωμένος.

“Ναι γιε μου;” καταφέρνει να ψελίσσει αδύναμα.
“Εδώ είμαι πατέρα. Με βρήκες και σε βρήκα. Πάμε μέσα να κάνεις ένα μπάνιο και να ξεκουραστείς. Περπάτησες πολύ και ο δρόμο μακρύς. Πάμε μέσα…”

Ο Φάνης εκείνο το βράδυ φρόντισε τον “πατέρα” του. Τον βοήθησε να κάνει μπάνιο, του μαγείρεψε και τον έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του.

Του υποσχέθηκε ότι το επόμενο πρωί θα έλεγε και στην μάνα του να έρθει να τους δει. Λίγο πιο κάτω έμενε και εκείνη… Και όλα θα γινόντουσαν όπως πριν. Πριν το τραγικό δυστύχημα. Πριν διαλυθούν τόσες ζωές και οικογένειες. Πριν το ρολόι δείξει 23:22 στις 28 Φεβρουαρίου του 2023…

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *