Τα τραγούδια της Αμαλίας

Τα τραγούδια της Αμαλίας | Κεφάλαιο 4ο

Διορθώσεις: Μαίρη Δάογλου

«Νομίζω ότι καταλήξαμε σε αυτά τα συνολάκια».

«Δεν πιστεύεις ότι είναι υπερβολικά στενά και κοντά;»

«Αμαλία κορίτσι μου, άσε εμένα ως υπεύθυνη ενδυμάτων να το κρίνω αυτό».

«Ναι βρε Τίνα, απλά…»

«Δεν υπάρχει αλλά! Καλή φωνή έχεις, αλλά οι πελάτες έρχονται και για τα υπόλοιπα προσόντα σου».

«Πού να ήμουν και πρώτο όνομα δηλαδή. Τώρα απλά ανοίγω το πρόγραμμα».

«Χα! Έχεις πολλά να μάθεις Αμαλία! Ή μάλλον… Λία, ε; Αυτό δεν συμφωνήσατε με το αφεντικό;»

«Ναι, όντως έτσι».

«Λοιπόν Λία, τελειώσαμε για σήμερα εμείς! Έχεις μισή ώρα μέχρι την πρόβα με την ορχήστρα και τη δασκάλα φωνητικής μας. Αν θες, πήγαινε ξεκουράσου στο καμαρίνι σου για λίγο».

Πηγαίνω στο καμαρίνι μου και κλείνω πίσω μου την πόρτα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Οι πρόβες ρούχων ατελείωτες και οι υπόλοιποι να με κοιτούν με μισό μάτι. Όλα αυτά μπορώ να τα αντέξω όμως. Δεν είμαι σαν τις υπόλοιπες εδώ μέσα, που έχουν καβαλήσει το καλάμι και πιστεύουν ότι τους ανήκει ο χώρος. 

Η αλήθεια όμως είναι ότι έχουν κι άλλον έναν λόγο να μου συμπεριφέρονται έτσι.

Από την πρώτη μέρα, ο Μάρκος Οικονόμου, αφεντικό και μέντοράς μου πλέον, φρόντισε να μου δείξει μια μικρή αδυναμία, στερώντας το καμαρίνι μιας από τις κοπέλες για να το δώσει σε μένα, στριμώχνοντάς την με μια άλλη στο ίδιο. Ένας λόγος που ίσως το έκανε αυτό, ήταν για να μας δοκιμάσει. Αυτές τσίμπησαν και άρχισαν τις κατινιές, ενώ εγώ κοιτάω απλά την δουλειά μου.

Με τον Μάρκο συμφωνήσαμε σε όλα, ακόμη και για το χρώμα των μαλλιών μου. Του αρέσει το μακρύ, σκούρο καστανό χρώμα που έχουν, και ταιριάζει άψογα με το γαλάζιο των ματιών μου. Αυτό που ζήτησε χωρίς κανέναν συμβιβασμό, είναι να προσέχω τη διατροφή μου, ακολουθώντας το πρόγραμμα ενός δικού του διατροφολόγου, πλούσιο σε βιταμίνες και χαμηλά λιπαρά. Η δουλειά είναι δύσκολη και απαιτητική για το σώμα, χρειάζεται τη σωστή ενέργεια, μου είπε χαμογελώντας. Επιπλέον, μπόλικο νερό, όχι αναψυκτικά, αν και όσο είσαι εδώ μπορείς να πιείς μια μπύρα. Θα προτιμούσα βέβαια το κέφι να έρχεται από εσένα, και όχι από άλλες, σύνθετες ουσίες οποιουδήποτε είδους. Τον διαβεβαιώ ότι δεν έχω σχέση με τέτοια και ούτε πρόκειται, αν αυτό εννοεί. Ωραία, μου απαντάει, εγώ θέλω καθαρά πράγματα, οτιδήποτε λιγότερο και λύνεται η συνεργασία μας, μου δηλώνει και κλείνουμε τη συζήτηση.

Παίρνω τηλέφωνο τη μητέρα μου, αλλά το σηκώνει το μικρό μου, ο Στράτος.

«Έλα μωρό μου, είσαι καλά;»

«Μαμά πού είσαι; Πότε θα έρθεις;»

«Το βράδυ καλό μου, να σου διαβάσω το παραμύθι που σου αρέσει και να κοιμηθούμε!»

«Εγώ θέλω τώρα…»

«Δεν γίνεται αγάπη μου, είμαι στη δουλειά. Περνάς καλά με τη γιαγιά;»

«Έλα Αμαλία, μου έδωσε το τηλέφωνο ο Στράτος, τι έγινε όλα καλά;»

«Έλα μαμά, ναι, απλά πήρα να δω πώς είστε».

«Εντάξει είμαστε όλοι μας, μην ανησυχείς, τώρα παίζουν τα παιδιά».

«Φίλησέ τα μου!»

«Εντάξει κορίτσι μου, γεια σου…»

Κλείνω το τηλέφωνο και ακούγεται χτύπος στην πόρτα. Με ενημερώνουν ότι η ορχήστρα ήρθε πιο νωρίς και με ζητούν. Τέρμα τα αστεία, όλα ξεκινούν κανονικά. Βάζω τη φόρμα μου και ένα μπλουζάκι και βγαίνω έξω.

Το πρόγραμμα αποτελείται από διασκευές διαφόρων καλλιτεχνών. Σε εμένα έπεσε το έντεχνο και το ελαφρύ λαϊκό, καθώς και μερικά παλιά λαϊκά, προσαρμοσμένα στη φωνή μου. Τα περισσότερα τα ξέρω, αλλά άλλο να τραγουδάς στο μπάνιο σου και άλλο στην πίστα και να σου πετάνε γαρύφαλλα. Στις υπόλοιπες κοπέλες, τη Σόφι και την Πηνελόπη, έπεσε το βαρύ λαϊκό και πιο πολύ του χώρου. Απλά ο Μάρκος ήθελε από ό,τι φαίνεται κάτι πιο εναλλακτικό, και βρέθηκα εγώ μπροστά του.

«Έτοιμη;» με ρωτάει η Ξένια, η δασκάλα φωνητικής

«Όσο ποτέ για να είμαι ειλικρινής», της απαντάω και περιμένω την ορχήστρα να ξεκινήσει το πρώτο κομμάτι.

«Δεν θέλω να αγχώνεσαι. Η ουσία σήμερα είναι να βρούμε τα πρώτα λάθη και να τα διορθώσουμε. Οπότε απλά τραγούδα όπως σου βγαίνει».

Ξεκινάμε με «Το κόκκινο φουστάνι» της Αρβανιτάκη και συνεχίζουμε με Τσαλιγοπούλου, Γαλάνη και καταλήγουμε σε Αλεξίου. Απλά δοκιμάζουν τη φωνή μου, σκέφτομαι καθώς τραγουδάω. Αισθάνομαι διαφορετικά όμως, σαν να βγαίνει η Λία και κάνει το κομμάτι της, γελάει, τραγουδάει και παίζει με τον ρυθμό και τις νότες. Η ορχήστρα ακολουθεί πιστά τη φωνή μου και τις αλλαγές, ενώ η Ξένια ακούει προσεκτικά και σημειώνει σε ένα τετράδιο.

«Χωρίς ζέσταμα τα πήγες καλά. Με το ζέσταμα θα τα πας ακόμα καλύτερα, αν και υπάρχουν μερικά σημεία για να δουλέψουμε και μαζί. Αλλά όλα αυτά για τις επόμενες μέρες. Τέλος για σήμερα παίδες, τα μαζεύουμε».

Η Ξένια είναι ένας σκληρός, αλλά ειλικρινής άνθρωπος. Το κατάλαβα τη στιγμή που μου είπε ότι αν με δοκιμάσει και δεν κάνω, θα είναι η πρώτη που θα μιλήσει στον Μάρκο για την υποβίβαση μου σε σερβιτόρα στην καλύτερη.

«Μην νομίζεις ότι είσαι κάτι το συγκλονιστικό! Αλλά για φέτος κάνεις. Του χρόνου ίσως ο Μάρκος βρει άλλο κουφέτο από τα πολλά να μας φέρει», μου πετάει η Ξένια.

«Ας βρει και από τώρα αν θέλει», της απαντάω και με κοιτάει με ένα μειδίαμα στα χείλη.

«Εμείς οι δύο θα τα πάμε πολύ καλά…» λέει, και διατάζει την ορχήστρα να βιαστεί να μαζευτεί.

Γυρνάω στο καμαρίνι και μαζεύω τα πράγματά μου. Πρέπει να περάσω από το σούπερ μάρκετ γυρνώντας σπίτι. Χρειάζομαι φρούτα και λαχανικά για τη σωστή διατροφή του Μάρκου. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και φτιάχνω λίγο το κραγιόν μου. Άλλος ένας απαράβατος κανόνας του Μάρκου. Καθώς μπαίνετε και βγαίνετε από το μαγαζί, θέλω να είστε περιποιημένες, και ας στρίβετε στην επόμενη γωνία και βγάζετε το κοντούρ και το κραγιόν και φοράτε κελεμπίες. Έτσι μου είχε αναφέρει συγκεκριμένα. Ακόμη και η φόρμα που φόραγα στην πρόβα είναι η πιο ακριβή αθλητική φόρμα που έχω φορέσει ποτέ μου.

Μπαίνω στο αμάξι και βάζω μπρος για το σούπερ μάρκετ. Κάνω πρόβες συνέχεια και παντού, και στο σπίτι έχουμε σόου. Εγώ να τραγουδάω, τα παιδιά μου να κάνουν χορωδία και οι παππούδες να χτυπούν παλαμάκια. Σταματάω έξω από το μάρκετ και μπαίνω μέσα. Πρώτη μούρη ο Σπύρος, στον διάδρομο με τα ψυγεία.

«Χρόνια και ζαμάνια Σπύρο. Όλα καλά;» τον ρωτάω και τον πιάνω εξ απροόπτου. Τρομάζει και με κοιτάει με απορημένο βλέμμα.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» ρωτάει.

«Εγώ εδώ κοντά μένω, εσύ; Πώς και από τα μέρη μας;»

«Επέστρεψες στους γονείς σου δηλαδή. Εγώ… εδώ…»

«Πάει η Πόπη, Σπύρο;» ρωτάω και εκείνος χαμηλώνει τα μάτια και αναστενάζει.

«Ναι, πάει…» σιγομουρμουρίζει ενώ κοιτάει τα ράφια, αποφεύγοντας το βλέμμα μου.

«Άντε με το καλό η επόμενη!» λέω γελώντας.

Με κοιτάει με θυμωμένο βλέμμα και πετάει τη σπόντα του.

«Εσύ βρήκες δουλειά του επιπέδου σου ακούω», λέει και εγώ θυμώνω απίστευτα αλλά φροντίζω να μην το δείξω.

«Μόλις βρεις την επόμενη Πόπη που να σε αντέχει, φέρε την από το μαγαζί να κεράσω μπουκάλι!» του απαντάω στα ίσα και γυρνάω πλάτη, προχωρώντας προς τον διάδρομο με τα φρούτα. Υπό διαφορετικές συνθήκες θα πήγαινα στις σοκολάτες και τα παγωτά, όπως έκανα τον πρώτο καιρό της απιστίας του. 

Αλλά όχι πια.

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *