Αιώνιοι Φύλακες

Αιώνιοι Φύλακες | Το όνειρο

Διορθώσεις: Ελένη Πετροπούλου

Έτος 5268 του Μεγάλου Δημιουργού

«Σςςςςςς…», έκανε η Δάφνη, βάζοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού της μπροστά από τα χείλη της, σε μερικούς επιπόλαιους που νόμιζαν ότι η Μεγάλη Βιβλιοθήκη ήταν σπίτι τους. Αφού ησύχασαν, γύρισε πάλι στη δουλειά της. Τακτοποίησε τα βιβλία που είχαν φτάσει το πρωί. μεγάλες εγκυκλοπαίδειες, έρευνες και κάνα δυο  ρομαντικά που θα φρόντιζε να τα δανειστεί. Είχε και αυτή τις αδυναμίες της…

Η ώρα περνούσε, οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει και η Δάφνη κοίταξε τους λίγους που δεν έλεγαν να καταλάβουν τι σήμαινε «νύχτωσε». Διακριτικά χτύπησε το μικρό καμπανάκι που είχε ψηλά στον πάγκο της, ήχος που σήμαινε  ότι σε λίγο θα έκλειναν. Ο ήχος ακούστηκε από άκρη σε άκρη της μεγάλης αίθουσας με τα αμέτρητα στοιβαγμένα βιβλία στις τρεις πλευρές της. Τα φωτισμένα με Λάμψεις έδρανα στο κέντρο της αίθουσας, φωτισμένα με μικρές δηλαδή φλόγες που αιωρούνταν στον χώρο και που σιγά σιγά έσβηναν, είχαν σχεδόν αδειάσει. Δύο Λάμψεις απέμειναν πάνω από έναν άντρα κοντά στην ηλικία της ο οποίος δεν φαινόταν να είχε την πρόθεση να σηκωθεί.  

Αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό, σηκώθηκε από τη θέση της. Πλησιάζοντας τον πρόσεξε τα μαύρα κοντοκουρεμένα του μαλλιά που έλαμπαν στο φως των Λάμψεων. Χτυπώντας διακριτικά τα δύο της δάχτυλα, δύο φλόγες εμφανίστηκαν  από το πούθενα και την ακολούθησαν στο βάθος της αίθουσας. Αν δεν είχε κλίση στο Δάμασμα της φωτιάς, θα είχε σίγουρα στο Δάμασμα της Γης. Έτσι της έλεγε ο πατέρας της. Ειδικά όταν εκνευριζόταν, κάθε βήμα της ήταν και ένας μικρός σεισμός. Ένα μειδίαμα εμφανίστηκε προς στιγμή στη θύμηση του πατέρα της που είχε χαθεί από δική του επιλογή. Στάθηκε μπροστά στον άντρα και καθάρισε διακριτικά τον λαιμό της. Ο ίδιος δε φάνηκε να της δίνει σημασία. Έχοντας σκύψει πάνω  από το βιβλίο του, διάβαζε και σημείωνε πυρετωδώς. Η Δάφνη δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και χτυπώντας άλλη μια φορά τα δάχτυλά της έσβησαν όλες οι Λάμψεις που φώτιζαν τα χαρτιά του.

Ο άντρας σήκωσε για μια στιγμή το κεφάλι του ξαφνιασμένος, κοιτώντας δεξιά και αριστερά για να καταλάβει την αιτία του σκοταδιού.

«Νύχτωσε ξαφνικά ή μου φάνηκε;», ρώτησε σαστισμένος τη Δάφνη. Οι φλόγες επέστρεψαν με μια κίνησή της προσέχοντας καλύτερα τον άντρα που είχε απέναντί της. Τα πράσινα μάτια του έδειχναν έναν έξυπνο, μορφωμένο και αγνό  χαρακτήρα. Σαν τα άτομα εκείνα που την πατάνε από την καλοσύνη και την αγνότητα τους. 

«Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να κλείσουμε.», του απαντάει ευγενικά χαμογελώντας ελαφρά.

«Ναι, φυσικά!», ανταποκρίθηκε ξεκινώντας να μαζεύει τις σημειώσεις του.

Η Δάφνη κλείδωσε τις πόρτες και απομακρύνθηκε από τον περίγυρο της Βιβλιοθήκης. Της άρεσε πολύ η φωτισμένη πόλη το βράδυ. Απολάμβανε τις βραδινές της βόλτες μετά το κλείσιμο. Μπορούσε να περπατάει σε όλη την πόλη παρέα μόνο με το φθινοπωρινό αέρα να την χαϊδεύει στο πρόσωπο. Τα φύλλα που έπεφταν από τα δέντρα καταλήγοντας στο έδαφος έδιναν μια άλλη αίσθηση στην πρωτεύουσα Μιλέρα του Έθνους των Στροσάλ. Τα βουνά κατέβαζαν σιγά σιγά το κρύο, η ημέρα είχε γίνει πιο μικρή και οι καπνοί από τα σπίτια των κατοίκων διαλύονταν στην ατμόσφαιρα αφήνοντας τη μυρωδιά της ζέστης και της θαλπωρής.

Έφτασε έξω από το σπίτι της. Ήταν ένα διώροφο κτίσμα, δικό της μετά τον θάνατο του πατέρα της. Άνοιξε την πόρτα και άφησε τη βαριά τσάντα με τα βιβλία που είχε δανειστεί από τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη να πέσει στο πάτωμα. Το κόλπο των Λάμψεων, αυτές οι μικρές φλόγες, ήταν αναγκαίο σε μέρη όπως στη Βιβλιοθήκη που δεν είχε τοποθετηθεί ακόμα το σύστημα των λαμπτήρων, μικρών γλόμπων που θα φώτιζαν τον χώρο. Ήταν ένα περίεργο σύστημα με γρανάζια που, όταν γυρνούσε κάποιος τη μανιβέλα για μερικά δευτερόλεπτα, η λάμπα φώτιζε για μερικές ώρες. Έτσι και η Δάφνη, πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο ανάβοντας τους λαμπτήρες και φωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο όλο το σπίτι, με τις Λάμψεις να χάνονται.

Η Δάφνη ξάπλωσε στην πολυθρόνα αγκαλιά με ένα από τα βιβλία της και έχοντας δίπλα της ένα ζεστό αφέψημα με λουίζα και μελισσόχορτο. Ταξίδεψε σε άλλα μέρη διαβάζοντας για μια ρομαντική περιπέτεια των Χουσιά, του ανατολικού Έθνους με τα εξωτικά δάση και λίμνες του κόσμου τους Ελβόρα. Μια απαγορευμένη αγάπη ενός αξιωματούχου με μια κοινή γυναίκα και πόσες περιπέτειες και δυσκολίες περάσαν προκειμένου να αποσπάσουν την έγκριση του Αυτοκράτορα.

Έκλεισε το βιβλίο και χάζεψε τη φωτιά που είχε ανάψει λίγο πριν. Σύντομα τα μάτια της έκλεισαν.

Ένα πέπλο σκοταδιού απλώθηκε αυτήν τη νύχτα. Αισθάνεται κάποιον στο πλάι της να βαριανασαίνει με δυσκολία ενώ δε βλέπει τίποτα μπροστά της. Η ανάσα του, της ζεσταίνει τον λαιμό και εκείνη ακίνητη, ίσα που ανοίγουν τα ρουθούνια της για να εισπνεύσει. Ο ιδρώτας της άφθονος τρέχει από το μέτωπο της. Αισθάνεται μια υγρή γλώσσα να ακουμπάει τον λαιμό της. Είναι έτοιμη να κλάψει από τον φόβο της. «Βρες με…», της λέει με μια απόκοσμη φωνή. 

Η Δάφνη πετάχτηκε  από τον εφιάλτη της. Είχε ξημερώσει και έπρεπε να σηκωθεί να πάει στη Βιβλιοθήκη. Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει τσάι. Ο εφιάλτης είχε ξεκινήσει έναν χρόνο τώρα, στην αρχή ανά διαστήματα και τελευταία συνέχεια. Δεν το έχει πει πουθενά όμως. Ένα όνειρο είναι, και δεν ήταν Ονειροπλόκος για να το ερμηνεύσει και να το πλέξει.

Πρόλαβε να πιει το μισό τσάι της, να φάει λίγο ψωμί με μέλι και να τρέξει στη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Άλλη μια μέρα σαν όλες τις προηγούμενες. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *