Μούσες

Πολύμνια | Η λοξή διανοούμενη

Επιμέλεια: Γεωργία Καλαμαρά

* Η Πολύμνια είναι η μούσα Θεϊκών ύμνων, ευγλωττίας και συγγραφέων που έμειναν στην ιστορία για τη συμβολή τους στη λογοτεχνία. Διάλεξα να μιλήσω για μια παλαιότερη συγγραφέα, την Μούσα Πολύμνια καθώς και την «φανταστική» κοινή πορεία τους στη ζωή μέσα από αυτή τη μικρή ιστορία. Ο στόχος μου δεν είναι πολιτικός, αλλά η αναγνώριση της συγγραφέως αυτής για τις δράσεις της. Ανεξάρτητα αν κάποιοι συμφωνούν ή όχι. *

~~~

Γράψε… Γράψε για το χθες, για το σήμερα, για το αύριο, γράψε  λόγια θυμωμένα, αληθινά και δύσκολα…

1938 μ.Χ.

Η γυναίκα στην καρέκλα του σπιτιού της θυμάται και γράφει. Τα θυμάται λες και τα έζησε μέχρι χθες, τόσο κοντά τα έχει. Ο αυθορμητισμός της, η ειλικρίνεια και η τάση να εξηγεί και την παραμικρή λεπτομέρεια, με σαφήνεια και χωρίς φιοριτούρες για γεγονότα που σημάδεψαν μια παιδική και εφηβική ηλικία, την έκαναν να λυγίσει. Όχι όμως σε δάκρυα, ποτέ σε δάκρυα. Μια ολόκληρη εποχή, που τα παιδιά ασφυκτιούν και ο ψυχικός τους κόσμος στηρίζεται σε μια τρίχα, μια τρίχα από τα μαλλιά τους, πόσο να αντέξουν και αυτά. Κι όμως είναι εδώ, και γράφει. Η απελευθέρωση δεν αργεί, έστω και αυτή, η σύντομη που νιώθει σ’ αυτήν την κατάθεση ψυχής.

Σηκώνεται λίγο από την καρέκλα και βγαίνει στο μπαλκόνι για να ρίξει μια ματιά στη γειτονιά της. Ξέρει ότι θα χρειαστεί να την αποχαιρετήσει. Ξέρει ότι οι φορές που θα τη ματαδεί είναι… εκατό; Διακόσιες; Τριακόσιες; Όσες και να είναι, είναι μετρημένες. Θα ταξιδέψει αλλού, θα παλέψει για την Ελλάδα από αλλού. Ο ήλιος πέφτει και η γυναίκα απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα, ενώ το σκοτάδι κάνει την εμφάνισή του μέσα στους δρόμους της πόλης της.

Η μορφή που την παρατηρεί από κοντά εκείνον τον καιρό δεν λέει να φύγει. Κάθεται και την παρατηρεί και της μιλάει στο αυτί. Της ψιθυρίζει λόγια δύναμης και κουράγιου. Αυτή η μορφή ξέρει τι κάνει, η Μούσα Πολύμνια πάντα ξέρει τι κάνει. 

Η γυναίκα μπαίνει και πάλι στο σπίτι της και κάθεται να γράψει. Ο λόγος της ρηξικέλευθος, τον αισθάνεται να ταράζει μέχρι και την ίδια, τον δύσκολο χαρακτήρα της και το σκληρό δέρμα της.

“… Ποιος μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι είναι η αγάπη… Όταν θέλει να χαδεύεται το κορμί σου απάνω σ’ ένα άλλο, – αυτό; Όταν έρχεται η νύχτα, και δεν τολμάς να μείνεις μόνος σου, – είναι αγάπη; Όταν πονείς τους ανθρώπους, – άραγε είναι αγάπη; …Ή ένας άνθρωπος που σου χρειάζεται για να καταλάβεις κοντά του εσύ ποιος είσαι, – ποιος ξέρει τότε… είναι αγάπη; Εσυνηθίσαμε σωστό να εξηγούμε το αίσθημα με τη χημεία. Όταν δυο βάζα συνεχόμενα δέχουνται ένα υγρό, και αναγκαστικά το διαμοιράζουν. Γι’ αυτό θα θέλαμε η ανθρώπινη ψυχή να μην είχε με τίποτα συνέχεια. Νομίζεις ότι είναι σωστό παιδάκι; …Αλλά δεν είναι τώρα τούτο το παράξενο. Παράξενο είναι όταν μπορείς να ανανεώνεσαι κάθε φορά, να κουβαλείς τον εαυτό σου πιο πέρα, να μην έχει τέλος, κάθε φορά, και όμως… – να θυμάσαι”

Κουρασμένη και η ίδια από τα γραπτά της, ακουμπάει την παλάμη της στο μέτωπό της και ανασαίνει βαριά και με δυσκολία.

«Μούσα, με ακούς;» λέει η γυναίκα στον αέρα.

«Αν με ακούς, φύγε, μην ξαναέρθεις, μη με ξαναδείς πάλι. Φύγε, πήγαινε σε κάποιον άλλον! Τόσοι άνθρωποι, τόσοι συγγραφείς, βρες άλλον!»

Η Πολύμνια αν και πάντα σοβαρή και σκεπτική, χαμογελάει και της απαντάει, με έναν ψίθυρο που ταξιδεύει μέσα στα αυτιά της γυναίκας.

«Δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος, άλλος συγγραφέας που να μπορεί. Δεν υπάρχει άλλη φωνή πέρα από τη δική σου που πρέπει να ακουστεί και πρέπει να ακουστεί δυνατά, σαν κεραυνός μέσα στις καρδιές και στα μυαλά όλων». 

Η γυναίκα την ακούει καθαρά και ξάστερα. Σε αυτήν την εποχή ο γυναικείος λόγος πρέπει να ακουστεί εξίσου καθαρά. Ξέρει, της έχει μιλήσει η Πολύμνια για αυτή τη μάχη στο καθεστώς. Ξέρει ότι έχει να παίξει μεγάλο ρόλο. Η ενεργή συμμετοχή της στους αγώνες θα την ανάγκαζε να φύγει από την Ελλάδα, να αναζητήσει καταφύγιο αλλού. Αυτό που δεν ήξερε ήταν το πότε.

1973 μ.Χ.

«Μούσα… είσαι εδώ;» η γυναίκα με δυσκολία μιλάει πια. Γνωρίζει πως το τέλος ήταν κοντά. Όμως, ξέρει ακόμα μια φορά πως η Μούσα είναι δίπλα της και της κρατάει συντροφιά.

Η Πολύμνια ακουμπάει στοργικά το χέρι της στο μέτωπο της γυναίκας. Αυτής που μίλησε, έγραψε και έριξε κεραυνούς στην Ελλάδα με το έργο της και τη θορυβώδη δράση της. 

«Μέλπω;» της απαντάει η Πολύμνια.

«Ήμουν παιδί όταν με πρωτοεπισκέφθηκες. Και τώρα, έχοντας ζήσει όλη μου τη ζωή, με τη λόξα του συγγραφέα και του τρελού, αναρωτιέμαι… άξιζε; Άξιζε να ζήσω και να παλέψω για όλα αυτά;»

«Είσαι μια γυναίκα που πάλεψε παραπάνω απ’ ό,τι περίμενα. Σταθερή πάντα στα πιστεύω σου και στους στόχους σου. Είσαι μια γυναίκα που δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Η φωνή σου έχει ήδη μπει στο Πάνθεον της λογοτεχνίας των θνητών… και στις ψυχές των οικείων σου. Αν άξιζε με ρωτάς; Άραγε αξίζει να ζει κανείς χωρίς να μιλάει; Χωρίς να υποστηρίζει τους αδύναμους; Χωρίς να ακολουθεί την καρδιά του; Η λόξα που λες ήταν πάντοτε η δύναμή σου, πάντοτε το σπαθί σου και με αυτό μαχαίρωσες πολλούς. Άξιζε και με το παραπάνω λοιπόν! Μην το αμφισβητείς, ειδικά τώρα στο τέλος της ζωής σου!»

Η Μέλπω δακρύζει και κλείνεται πάλι στο μυαλό της.  Η αμνησία που έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια δεν της επιτρέπει να θυμάται ότι εδώ και αρκετό καιρό κάνει την ίδια συζήτηση με την Πολύμνια κάθε μέρα. Η Πολύμνια όμως δεν την εγκαταλείπει. Μέχρι και την τελευταία της μέρα μένει δίπλα της λέγοντας τα ίδια και τα ίδια. 

~~~

Η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) η πολυτάραχη ζωή της, ο οξύς γραπτός της λόγος και η ενεργή πολιτική της δράση, έμειναν στην ιστορία. Μια λοξή διανοούμενη (όπως διάβασα σε ένα άρθρο για εκείνην) που πάλεψε για τα δικαιώματα και για την ίδια την Ελλάδα. 

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *