Πάμπλο

Πάμπλο Κεφ. 4 | Η ιστορία του χωριού

Επιμέλεια: Cleopatra Strati

Illustration: ancalove2001

«Περίεργα πράγματα συμβαίνουν στο χωριό μας τελευταία…».

«Από όταν ήρθε ο ξένος, μία οι κότες, μία τα μαραμένα δενδρολίβανα της Ντόλ…»

Οι δύο φίλοι σταμάτησαν να μιλάνε καθώς πέρναγε από μπροστά τους ο Πάμπλο. Πήγαινε προς το νεκροταφείο να πάρει κόκαλα ανθρώπου για το επόμενο κάλεσμα πνεύματος. Τόσο καιρό που έμενε εδώ είχε σαν δικαιολογία ότι ένας πρόγονός του ήταν από αυτό το χωριό και είχε έρθει να μάθει περισσότερα. Η αλήθεια είναι ότι όσο πιο πολύ μένει ένας μάγος του Αφέντη σε έναν τόπο, τόσο αρχίζει να μαραζώνει. Από τα ζώα που τρέφεται, μέχρι τα φυτά από το δηλητηριασμένο και ανίερο πάτημα του μάγου στο χώμα.

Από την έρευνά του ανακάλυψε ότι ένα από τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου, μια αθώα ψυχή που παραστράτισε, ήταν ένας από τους ανθρακωρύχους, που εργάζονταν υπό την εποπτεία του Δημάρχου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος αποχαιρέτησε τον κόσμο των ανθρώπων. Για να τον καλέσει χρειαζόταν και μερικά βότανα που φρόντισε να προμηθευτεί από την κουζίνα της Μάρθας.

Το κοιμητήριο είναι ανοιχτό μέχρι τη δύση του ήλιου, και το μεσημέρι δεν συνήθιζε να το επισκέπτεται κανείς. Ψάχνει για έναν παλιό τάφο για να μην τραβήξει την προσοχή κανενός. Το μάτι του πιάνει, στην κάτω γωνία του νεκροταφείου  έναν ξύλινο σταυρό μπηγμένο στο χώμα. Πλησιάζει και διαβάζει το χαραγμένο όνομα και την ηλικία. Ένα αγοράκι μόλις 8 χρονών. Ο Πάμπλο ίσως να έκανε το σταυρό του αν βρισκόταν από την άλλη μεριά του στρατοπέδου. Τώρα απλά αναστέναξε και έβγαλε από την καπαρντίνα του ένα μικρό φτυάρι.

~~~~~

Ο Πάμπλο ευχαρίστησε την Μάρθα για το δείπνο και κλείστηκε στο δωμάτιο του. Ανάβει τα κεριά και ανακατεύει με το κόκαλο του μηρού τα βότανα ενώ απαγγέλει το κάλεσμα του πνεύματος του ανθρακωρύχου. Τα μάτια του μαυρίζουν όταν το πνεύμα περνάει την πύλη που δημιούργησε παίρνοντας για λίγο την ανθρώπινη υπόστασή του. Ένα παιδαρέλι, μόλις 20 χρονών. Κοιτάει τον Πάμπλο και τρομάζει.

«Μην φοβάσαι. Δεν θα σε πειράξω».

Αν είχε σάλιο ο δόλιος θα το κατάπινε, αλλά τώρα απλά γνέφει στον Πάμπλο.

«Πες μου για τον θάνατό σου», τον ρωτάει ο Πάμπλο, ενώ το πνεύμα αρχίζει να τον παρακαλάει να τον σώσει. Ο Πάμπλο τον διαβεβαιώνει ότι υπάρχει θέση για αυτόν στα διαζώματα του ουρανού, αρκεί να του πει όσα ξέρει. Ένα ψήγμα ελπίδας φωτίζει τα μάτια του. Ξεκινάει να μιλάει.

«Πριν πεθάνουμε, ακούσαμε την έκρηξη και μετά έπεσε το ορυχείο. Φυλακίστηκε όλη η βάρδια αν και ήδη είχαμε απώλειες. Όλοι κατηγορούσαν τον Δήμαρχο που ενώ ήξερε ότι το ορυχείο θα έπεφτε από στιγμή σε στιγμή, επέμενε να συνεχίσουν ακάθεκτοι. Αυτός, ο γιατρός και ο ιερέας, τα είχαν συμφωνήσει από τότε που ήταν νέοι, και μάλιστα ακουγόταν ότι ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο του Άξελ του πανδοχέα».

Ο Πάμπλο γουρλώνει τα μάτια. Ο άντρας της Μάρθας τι δουλειά είχε, αναρωτιέται και κάνει νόημα στο πνεύμα να συνεχίσει.

«Ήταν οι τρεις αυτοί που η απληστία τους κόστισε τις ζωές όλων μας. Με τις δικές μας πλάτες απόκτησαν τα πλούτη τους. Εκείνοι πλούτιζαν κάθε φορά που κάποιο τρένο ερχόταν στο χωριό.

 «Ο Δήμαρχος ήταν όντως υπεύθυνος για όλα αυτά, αλλά ο γιατρός; Ο ιερέας; Τι δουλειά είχαν σε όλο αυτό;» τον ρωτάει ο Πάμπλο μη μπορώντας να βρει μια σύνδεση. 

«Από αυτούς ξεκίνησε. Πριν πολύ καιρό είχαν καλέσει τον ιερέα να κοινωνήσει έναν βαριά άρρωστο. Αυτός ο καημένος είχε μείνει ολομόναχος. Όλοι οι δικοί του είχαν πεθάνει. Μια γειτόνισσα τον φρόντιζε μεγάλη κι αυτή σε ηλικία. Αυτή ειδοποίησε τον γιατρό, ο οποίος της είπε ότι ο γέροντας δεν έχει πολύ ζωή μπροστά του, κι αν είναι θρήσκος να φωνάξουν τον παπά του χωριού να τον κοινωνήσει. Η γειτόνισσα έκανε όπως της είπε ο γιατρός. Φώναξε τον παπά, που μόλις είχε πρωτοέρθει στο χωριό μας. Ο παπάς έμαθε την ιστορία του γέροντα και φάνηκε να συγκινείται. Που να ξέραμε;» μονολόγησε το πνεύμα του νεαρού. Ο Πάμπλο τού έγνεψε να συνεχίσει. «Ο γιατρός είχε σχεδόν έναν χρόνο στο χωριό μας. Όλοι σε αυτόν τρέχαμε. Ακόμα και για τα ζώα. Τότε στο χωριό υπήρχαν δουλειές, υπήρχαν χρήματα. Ο γιατρός έτρεχε σε όλους όσοι είχαν την ανάγκη του, με το αζημίωτο, φυσικά». Ο Πάμπλο κατάλαβε. 

Το Πνεύμα συνέχισε την εξιστόρησή του. «Ο παπάς δεν έκανε για παπάς. Πολλοί το έλεγαν αυτό. Ζήλευε την ευμάρεια του χωριού. Όλοι δούλευαν και ζούσαν καλά, αλλά όταν πήγαιναν στην εκκλησία … εκεί δεν έβαζαν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Ο παπάς σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί από την περιουσία του γέροντα, όμως για να μην τον υποψιαστούν θα έπρεπε να είναι προσεκτικός. Το δηλητήριο ήταν μια καλή λύση, αλλά μόνος του δεν ήξερε, δεν μπορούσε. Μόνο ένας μπορούσε να τον βοηθήσει σε αυτό, αλλά την πρώτη φορά που του είχε κάνει νύξη τον είχε πετάξει έξω από το ιατρείο του. Όμως όχι ο Θεός, αλλά ο Διάβολος ήταν με το μέρος του παπά».

«Τι εννοείς;» τον ρώτησε ο Πάμπλο απορημένος. 

«Ένα βράδυ είδε τον γιατρό να μπαίνει στο σπίτι μιας παντρεμένης και να βγαίνει μετά από καμιά ώρα, λίγο πριν μπει ο άνδρας της μέσα». 

Ο Πάμπλο δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Τα είχε καταλάβει όλα. Ο ιερέας εκβίασε τον γιατρό για να του φτιάξει δηλητήριο, ο γιατρός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έφτιαξε το δηλητήριο, διατήρησε τον δεσμό του – σύμφωνα με το Πνεύμα – με την παντρεμένη γυναίκα, και το πρώτο τους θύμα ήταν πανέτοιμο. Κανείς δεν υποψιαστηκε το παραμικρό. Στη δεύτερη μετάληψη ο άρρωστος γέροντας ξεψύχησε, αφού πρώτα είχε μεταβιβάσει όλη την περιουσία του στην Εκκλησία και στο Ιατρείο του χωριού για το καλό των συγχωριανών του. Όχι μόνο δεν υποψιάστηκαν αλλά τον ανακήρυξαν κι εθνικό ευεργέτη, όπως και πολλούς μετά από αυτόν, με τη συνέργεια και του Δημάρχου. 

«Ο Δήμαρχος, όμως, πως μπλέχτηκε;» ρώτησε ο Πάμπλο το πνεύμα. 

«Ο Δήμαρχος αρχικά δεν υποψιάστηκε απολύτως τίποτα. Όμως κατά διαβολική σύμπτωση κρυφάκουσε ένα βράδυ έναν καβγά που είχε ο ιερέας με τον γιατρό, επειδή από τα δύο τελευταία θύματά τους ο γιατρός ή καλύτερα το ‘’ιατρείο του χωριού’’ έπαιρνε το μεγαλύτερο μερίδιο».

«Κατάλαβα» απάντησε ο Πάμπλο, «και για να μην τους καταδώσει τον έβαλαν κι αυτό στο κόλπο».

Το πνεύμα έγνεψε καταφατικά, συμπληρώνοντας «Μέχρι που τους ανακάλυψε ο Άξελ και τον σκότωσαν».

Ο Πάμπλο ευχόταν να μπορούσε να μιλήσει στον Άξελ, αλλά βρίσκεται στο πλευρό Του πλέον, και δεν μπορεί να τον καλέσει ένας σαν τον Πάμπλο. Άσε που θνητοί που πεθαίνουν με τέτοιο τρόπο, όταν μπαίνουν στον παράδεισο ξεχνούν τον τρόπο που φύγανε. Το Μεγάλο Σχέδιο άλλωστε… μη διαταραχθούν οι Ισορροπίες… Θυμάται μια λεπτομέρεια στην ιστορία της Μάρθας σχετικά με τον Άξελ μερικά βράδια πριν.

«Και ο Αστυνόμος ήταν μέσα στο κόλπο;» ρωτάει το πνεύμα

«Τσιράκι, μούτσος καλύτερα, του Δημάρχου. Εντολές εκτελεί…».

Ο Πάμπλο ολοκληρώνει την επικοινωνία με ένα νεύμα. Τώρα όλα ξεκαθαρίζουν. Η έκρηξη του ορυχείου είχε γίνει σκόπιμα από τους τρεις ισχυρούς αυτούς ανθρώπους της κοινωνίας του χωριού. Ο Δήμαρχος κατάφερε να κλείσει το ορυχείο αφού είχαν πλουτίσει και παράλληλα να κλείσει και αρκετά σπίτια. Είχε φροντίσει να θάψει μια και καλή το μυστικό τους και τους ταραχοποιούς. Οι τέσσερις τους είχαν εξασφαλίσει μέχρι και τα δισέγγονά τους, με βαρύ κόστος και εδώ και 25 χρόνια περίπου, απολαμβάνουν τα πλούτη τους. Ατιμώρητοι. 

Ο Πάμπλο ξαπλώνει το κρεβάτι με σκοπό να ξεκουράσει το σώμα που τον φιλοξενεί εδώ και αρκετά χρόνια. Το μυαλό του δεν μπορούσε να ηρεμήσει μετά από τις τελευταίες πληροφορίες. Σκέφτεται για άλλη μια φορά το σχέδιο του. Έχει περιθώριο ακόμα δύο εβδομάδων μέχρι την ολοκλήρωση της αποστολής του. Ο χρόνος που έχει στη διάθεση του τελειώνει. Κλείνει τα μάτια και βυθίζεται σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα, άλλωστε για να ονειρευτείς χρειάζεται να έχεις ψυχή. Και ο Πάμπλο την έχει πουλήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *