Τα κοσμήματα της Λουμιέντα

Το μενταγιόν της αιώνιας αγάπης | Μέρος 2ο

Επιμέλεια: Cleopatra Strati
Illustration: Stolis Pleiadian

Η ανάσα μου γρήγορη και κοφτή. Ο πόνος στην κοιλιά μου δεν λέει να σταματήσει. Χάνω αυτή τη στιγμή δύο πλάσματα που αγαπώ πολύ, από τον εγωισμό μου. Ποτέ δεν μου άρεσε να χάνω και πάντα κυνήγαγα τη νίκη με οποιονδήποτε τρόπο, και συνήθως τον παράνομο. Αλλά τώρα δεν μπορώ να κερδίσω, δεν είναι στο χέρι μου άλλωστε…

Ακουμπάω το δεξί μου χέρι στον ώμο του αιμόφυρτου Λούθηρου που κείτεται στο ασθενοφόρο που μας μεταφέρει στο νοσοκομείο και το αριστερό μου χέρι στην ελαφρώς φουσκωμένη κοιλιά μου. Θέλω να κλάψω, αλλά δεν έχω το κουράγιο μήτε για αυτό. Με ρωτούν πως έγινε ό,τι έγινε και με όσο κουράγιο μου έχει απομείνει αρχίζω να εξηγώ πως φτάσαμε ως εδώ.

Σχεδόν έναν χρόνο πριν

Ξυπνάω από ένα καυτό όνειρο με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Λούθηρος δίπλα μου είναι ο μόνος που μπορεί να με ηρεμήσει. Τον τελευταίο καιρό που φοράω το μενταγιόν δεν μπορεί να πάρει τα χέρια του από πάνω μου και εγώ από αυτόν. Τον χαϊδεύω ελαφριά στο στέρνο του να ξυπνήσει. Φιλάω απαλά τα χείλη του και εκείνος ανοίγει σιγά σιγά τα μάτια του. Τα χάλκινα μαλλιά του, οι φακίδες στο πρόσωπό του καθώς και τα πράσινα διαπεραστικά του μάτια με αναστατώνουν. Κουρνιάζω στην αγκαλιά του και αφήνομαι στα χέρια του.

Ο έρωτας λάμπει στα μάτια και των δυο μας. Η αγάπη μας φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά, και εγώ δεν έχω μετανιώσει που εκείνο το βράδυ έκλεψα το μενταγιόν από τη Λουμιέντα. Το φοράω ανελλιπώς. Με κάνει να αισθάνομαι όμορφη, δυνατή, γεμάτη αυτοπεποίθηση για τον εαυτό μου, και αυτό βγαίνει και στον κύκλο μου άλλωστε.

Η “άλλη” σχέση του Λούθηρου, εξαφανίστηκε από το κινητό του και φυσικά από την καρδιά του. Κάθε βράδυ με κάνει να αισθάνομαι μοναδική και δική του, για πάντα. Αυτό που ήθελα άλλωστε…

Και ο χρόνος περνάει, μέχρι που λίγους μήνες αργότερα είχαμε τον πρώτο μας καβγά. Αιτία; Τα μάτια μου που έπεσαν πάνω σε κάποιον άλλον ενώ περπατούσαμε μαζί με τον Λούθηρο. Μικρό το κακό, δεν χάθηκε και ο κόσμος, άλλωστε μαζί του είμαι. Όχι… Ο Λούθηρος έγινε πυρ και μανία που κοίταξα κάποιον άλλον. Τολμώ να πω πως ο εγωισμός μου τονώθηκε από τη ζήλεια του, και το ίδιο βράδυ απογειώσαμε ο ένας τον άλλον, με τον Λούθηρο να είναι πιο έντονος από ότι συνήθως. Εν τέλει ξεχάστηκε το σκηνικό αυτό και η ζωή προχώρησε.

Ακόμα δύο παρόμοια σκηνικά ζήλειας λίγο καιρό αργότερα, τα οποία με ενόχλησαν. Είναι βέβαιον ότι είμαι μια όμορφη κοπέλα, 25 χρονών, θελκτική και επιθυμητή, και ανα πάσα ώρα και στιγμή θα μπορούσα να αφήσω τον Λούθηρο, και να βρω κάποιον άλλον, κάτι που από ότι φαίνεται το ξέρει και ο ίδιος. Για αυτό φοβάται. Άτιμο πράγμα ο φόβος, ύπουλος, εμφανίζεται στα ξαφνικά και σε παγώνει, σε αφήνει μισό και με ανασφάλειες.

“Αγάπη μου, δεν γίνεται να μην βγω με τη Βούλα σήμερα… Της το έχω υποσχεθεί, άλλωστε!”
“Δεν με νοιάζει… θα μείνεις εδώ!”
“Λούθηρε δεν μπορείς να με αναγκάσεις να μείνω εδώ. Καταλαβαίνεις πόσο παράλογος γίνεσαι;”

Χαμηλώνει το κεφάλι, σαν να καταλαβαίνει και εν τέλει βγαίνω με τη Βούλα, την πιο παλιά μου φίλη, για ένα ποτό. Πέρασα καλά, και η αλήθεια να λέγεται είχα και μερικά βλέμματα και χαμόγελα με τον μπάρμαν που μας σέρβιρε το ένα μετά το άλλο τα σφηνάκια.

Γυρνάω τελείως τύφλα στο σπίτι ώρες αργότερα, και ο Λούθηρος περίμενε στο καθιστικό με ανοιχτή την τηλεόραση.

“Άργησες…”, μου λέει κοφτά.
“Ναι όντως…”
“Και έχεις πιει πολύ…”, συνεχίζει.
“Ναι, το σήκωνε η κουβέντα”, του απαντάω.
Ο Λούθηρος ακουμπάει το κεφάλι του στις δυο παλάμες του και αρχίζει να κλαίει. Τον πλησιάζω και τον αγκαλιάζω.

“Μη με αφήσεις…”, μου λέει με λυγμούς. Για πρώτη φορά στα χρονικά της σχέσης μας αισθάνομαι την αδυναμία που μου έχει. Αναρωτιέμαι όμως αν αυτή η αδυναμία του οφείλεται στο μενταγιόν.
“Δεν θα σε αφήσω…” απαντάω, και ας είχα σκοπό να το κάνω λίγη ώρα πριν. Την ώρα που ο μπάρμαν και εγώ εξερευνούσαμε ο ένας τον άλλον με φιλιά, χάδια και έρωτα, διαφορετικό από αυτόν του Λούθηρου. Πιο απαλό, πιο αγνό θα έλεγα και με μεγαλύτερη οικειότητα ακόμα και αν γνωριζόμασταν λίγη ώρα.

Κλείνομαι στο ντους, να βγάλω τον καπνό και το αλκοόλ από το κορμί μου. Κοιτάζω το μενταγιόν. Το ράγισμα που είχε όταν το πρωτοφόρεσα έχει βαθύνει και εξαπλωθεί. Το αισθάνομαι πιο ζεστό από ό,τι συνήθως, αλλά δεν βαριέσαι; Έχει τα θετικά του τόσο καιρό πάνω μου.

Η ντροπή για τις πράξεις μου δεν με αγγίζει. Συνεχίσαμε να βλεπόμαστε με τον Κώστα, τον μπάρμαν, και παράλληλα ο Λούθηρος άρχισε να αντιλαμβάνεται το κενό που δημιουργούσα μεταξύ μας. Δεν του δινόμουν κάθε βράδυ, του μίλαγα κοφτά, και για να πω την αλήθεια είχα αρχίσει να σχεδιάζω την έξοδό μου από αυτήν τη σχέση. Μέχρι που ανακάλυψα την εγκυμοσύνη μου.

Είχα αρκετό καιρό καθυστέρηση, αλλά δεν το είχα σκεφτεί, μιας και παίρναμε όλες τις απαραίτητες προφυλάξεις. Ένα ελαφρύ πρήξιμο και μια λέξη από τη Βούλα που ειχαμε πάει για έναν καφέ, ένα πρωινό.

“Σάρα, ζεις επικίνδυνα τους τελευταίους μήνες… Θα μπορούσε να συμβαίνει και αυτό. Μια εγκυμοσύνη, δηλαδή. Θα προτεινα να πάμε σπίτι μου και να κάνεις ένα τεστ. Τουλάχιστον, να μας φύγει αυτή η ιδέα.”

Η ιδέα έγινε βεβαιότητα. Χλώμιασα ολόκληρη. Ποιος να είναι άραγε ο πατέρας του παιδιού μου; Τι θα έκανα; Σε ποιον θα το έλεγα; Όλοι οι λόγοι για να επιλέξω ανάμεσα στον Λούθηρο και τον Κώστα ήρθαν μπροστά στα μάτια μου, η βεβαιότητα του Λούθηρου, και η ξεγνοιασιά του Κώστα. Η Βούλα με είχε πάρει αγκαλιά, ενώ έκλαιγα και χτυπιόμουν ότι δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο.

Μερικές ώρες αργότερα, φτάνω σπίτι και αποφασίζω να βγάλω το κόσμημα από πάνω μου. Δεν το ήθελα πια, περισσότερο κακό παρά καλό έκανε. Η κοντή αλυσίδα του δεν χώραγε να βγει από το κεφάλι μου, και έτσι προσπάθησα να το τραβήξω από τα νεύρα μου και τον θυμό μου. Το μόνο που κατάφερα ήταν να πληγώσει τον λαιμό μου. Πάω να το ανοίξω αλλά δεν έβρισκα το κούμπωμα, λες και δεν είχε ποτέ. Συνεχίζω να το τραβάω μέχρι που αισθάνομαι το αίμα στο λαιμό μου να τρέχει. Σταματάω όταν ακούω τον Λούθηρο να μπαίνει σπίτι. Είμαι έτοιμη να του πω την αλήθεια. Τον αφήνω για τον Κώστα και πρέπει να το διαχειριστεί. Δεν πήγαινε άλλο μεταξύ μας. Ο Κώστας με περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας για να φύγουμε μαζί γνωρίζοντας ήδη για την εγκυμοσύνη και την απόφασή μου.

Ο Λούθηρος με ακούει προσεκτικά σχεδόν απαθής σε αυτά που του έλεγα. Του εξηγώ για το μενταγιόν και την ψεύτικη αγάπη που ένιωθε για μένα, ότι θα φύγω με τον Κώστα και ίσως ήταν καλύτερα να βρει την άλλη που μιλούσαν πριν αρκετό καιρό και τέλος για την εγκυμοσύνη. Γουρλώνει τα μάτια του, και το μίσος κάνει την εμφάνισή του.

Τα κοσμητικά επίθετα που μου έλεγε έδιναν και έπαιρναν. Βρισιές που με πλήγωσαν αλλά έπρεπε να τις αποδεχτώ. Με τις φωνές του σήκωσε όλη την πολυκατοικία στο πόδι και άρχισα να φοβάμαι για μένα και το παιδί μου. Σηκώνει το χέρι να με χτυπήσει στο πρόσωπο και κάνω ένα βήμα πίσω να τον αποφύγω. Κάνει ακόμα μια προσπάθεια και αρχίζω να ουρλιάζω για βοήθεια.

Δευτερόλεπτα αργότερα ακούω την εξώπορτα να σπάει και να εμφανίζεται ο Κώστας μέ ένα σουγιά στο χέρι.

“Εσύ είσαι ο μαλάκας που τραμπουκίζει την κοπέλα μου;” φώναξε ο Κώστας παίζοντας με τον σουγιά στα χέρια του.

“Εσύ είσαι ο κ@#$%ις που την θέλει; Πρώτα θα τη σακατέψω και μετά μπορείτε να φύγετε μαζί!!”, φωνάζει ο Λούθηρος και κάνει κίνηση να με κλωτσήσει στην κοιλιά.
Ο Κώστας του ορμάει και τον μαχαιρώνει στην πλάτη. Ο Λούθηρος όμως δεν φαίνεται να αισθάνεται την επίθεση. Σαν να είναι ένας άλλος άνθρωπος που βγάζοντας αφρούς από το στόμα, γυρνάει να αντιμετωπίσει τον Κώστα ορμώντας κατά πάνω του με οργή.

“Σταματήστε!!!” φώναξα ενώ χτυπιόντουσαν μεταξύ τους.

Ο Κώστας έχανε σίγουρα έδαφος, και με μια τελευταία προσπάθεια μαχαιρώνει τον Λούθηρο στην κοιλιά. Ο Λούθηρος πέφτει στο δάπεδο, και το αίμα από τις δύο πληγές τρέχει άφθονο.

Σε μια κίνηση απελπισίας, ο Κώστας αντιλαμβάνεται πόσο σκατά τα έκανε όλα και τρέχει να φύγει από το σπίτι και την πολυκατοικία. Εγώ πέφτω στα γόνατα και κοιτάζω τον Λούθηρο.

“Κ@#$%λα…”, μου λέει και λιποθυμάει.

Αρχίζω να κλαίω. Έφταιξα, δεν μπορούσα να αποδεχτώ αυτά που έγιναν. Με τρεμάμενα χέρια παίρνω τηλέφωνο να φωνάξω βοήθεια για τον Λούθηρο.

Η αφήγηση μου τελειώνει μέσα στο ασθενοφόρο, και το μενταγιόν έχει πάρει φωτιά. Ξέρω ότι πρέπει να το βγάλω από πάνω μου. Ξέρω ότι πρέπει να αντιμετωπίσω τον μοναδικό άνθρωπο που ξέρει πως να το βγάλει. Η Λουμιέντα λες και με περίμενε δύο βράδια αργότερα, λίγο πριν κλείσει το μαγαζί της.

“Καλώς την…”, μου λέει και χαμογελάει πλατιά. “Σε περίμενα ένα χρόνο τώρα…”

“Μπορείς να το βγάλεις;” τη ρωτάω με όλο το θάρρος που μου έχει απομείνει.
“Μπορώ. Αρκεί να αποδεχτείς τους όρους μου. Είσαι προετοιμασμένη για αυτά που θα ακούσεις;” μου απαντάει.

“Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά… Ήδη έχασα κάτι αυτές τις μέρες…”, της λέω ακουμπώντας το χέρι μου στην κενή, πλέον, μήτρα μου…

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *