Πάμπλο

Πάμπλο Κεφ. 2 | Η άφιξη

Επιμέλεια: Cleopatra Strati

Illustration: ancalove2001

Ο Πάμπλο, μην γνωρίζοντας που να κατευθυνθεί, μπήκε στο καφενείο του χωριού. Όλες οι συζητήσεις που αφορούσαν τον ξένο σταμάτησαν μονομιάς. Κοιτάζοντας εξεταστικά τους γηραιότερους να πίνουν το καφεδάκι τους μετά την εκκλησία, άφησε στο πάτωμα προσεκτικά την τετράγωνη βαλίτσα που κρατούσε λες και ήταν κάτι πολύτιμο, και κάθισε σε ένα άδειο τραπέζι, παραγγέλνοντας έναν καφέ βαρύ σκέτο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, οι υπόλοιποι συνεχίζουν να ξανακουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων, για την ξυλεία, για το τρένο που βρίσκεται τώρα στον σταθμό. 

«Εξελιχθήκαν τα τρένα σου λέω…».

«Τόσο καινούριο δεν έχει έρθει ποτέ στο χωριό!»

«Ποιος τη χάρη μας… να έρχονται και να έχουμε να τα φορτώσουμε!! Τώρα ο γιός μου το φορτώνει!»

«Δυνατό παιδί ο γιος σου, από τους πιο γεροδεμένους μας νέους!!!»

Ο Πάμπλο ίσα που ακούει τις συνομιλίες, ενώ τρίβει τα χέρια του πάνω από τα γάντια. Δεν κάνει τόσο κρύο, αλλά δεν πρόκειται να τα βγάλει. Έρχεται ο καφές του και ρουφάει μια γουλιά. Ζεστός και συνάμα πικρός. Πιο αναζωογονημένος ρωτάει τον καφετζή που θα βρει ένα δωμάτιο να αφήσει τα πράγματά του και να κοιμηθεί. Η φωνή του βαθιά και χωρίς κανένα ίχνος συναισθήματος. Τα μαύρα μάτια του, καρφιά σε αυτά των υπολοίπων. Ο καφετζής του λέει για τη Μάρθα, που έχει το πανδοχείο εδώ δίπλα του κάνει δείχνοντας με το δεξί χέρι του και φεύγει. Ο Πάμπλο γνέφει καταφατικά, αφήνει ένα νόμισμα στο τραπέζι, λίγο πριν σηκωθεί και φύγει.

~~~~~

Η Μάρθα ετοιμάζει το μεσημεριανό της ακόυγοντας ραδιόφωνο. Την ευχαριστούσε να τραγουδάει όσο περιμένει να μαγειρευτεί το φαγητό. Πλούσιο το σημερινό γεύμα. Χυλοπίτες παραδοσιακές από τη φουρνάρισσα και σπιτικό τυρί για να ρίξει από πάνω. Ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα, αλλά η Μάρθα δεν φαίνεται να ακούει. Ακούγεται το καμπανάκι της εισόδου, αλλά η ίδια βρίσκεται τραγουδάει το ρεφρέν του τραγουδιού. Η κουζίνα βρίσκεται στο πίσω δωμάτιο από αυτό της ρεσεψιόν και η μυρωδιά του ζεστού φαγητού θα μπορούσε να αναστήσει και νεκρό. 

Ο Πάμπλο μπαίνει μέσα στην κουζίνα όπου βλέπει τη Μάρθα με γυρισμένη την πλάτη να κόβει μια ντομάτα για σαλάτα. Ρίχνει μια ματιά στον χώρο και στην ανοιχτή πόρτα που βρίσκεται στο πλάι του. Είναι η πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι της, και πιο μέσα στο δωμάτιό της. Το σαλόνι της, λιτό με ένα παλιό τζάκι στην άκρη του δωματίου, μια πολυθρόνα και μία μικρή τηλεόραση. Στην κουζίνα ένα σωρό ντουλάπια, γεμάτα τρόφιμα για τον χειμώνα που φρόντισε να μαζέψει από το καλοκαίρι. Καθώς ερχόταν προς το πανδοχείο, πρόσεξε με την άκρη του ματιού του, μια αγελάδα και μερικές κότες να βοσκούν στο πλάι του κτηρίου. Η Μάρθα από ότι φαίνεται πρέπει να κάνει κουμάντο μόνη της, δεν υπάρχει ίχνος συζύγου εδώ μέσα. Θυμήθηκε που στο καφενείο του είπαν μόνο για τη Μάρθα, όχι για κάποιον άλλον. Ξεροβήχει. Η Μάρθα ταράζεται και γυρνάει προς το μέρος του.

«Χτύπησα την πόρτα αλλά…». 

«Όχι, όχι, δεν φταίτε, εγώ δεν άκουσα».

Η Μάρθα αναγνωρίζει τον ξένο από το τραίνο, και μια ανατριχίλα διαπερνά τη σπονδυλική της στήλη. Έπρεπε να τον περιμένει. Που θα πήγαινε άλλωστε; Η Μάρθα είχε το μοναδικό ανοιχτό πανδοχείο. Χαμογελάει ευγενικά, και τον οδηγεί προς τον πάγκο της ρεσεψιόν. 

Πιάνει ένα μολύβι και το βιβλίο των επισκεπτών, που μοιάζει πιο παλιό και από την ίδια. «Ένα όνομα σας παρακαλώ;»

«Πάμπλο».

«Επίθετο;» ρωτάει με ένα τρέμουλο στη φωνή της.

«Σκέτο Πάμπλο», απαντάει αυστηρά. 

Η Μάρθα ταράζεται περισσότερο, αλλά δαγκώνει τα χείλια της για να μην φανεί. «Για πόσο καιρό θα μείνετε, κύριε Πάμπλο;» 

«Όσο χρειαστεί».

«Μάλιστα, θα έχετε έρθει για κάποια δουλειά στο χωριό μας;»

«Θα μπορούσατε να το πείτε και έτσι».

Η Μάρθα δεν ξέρει τι άλλο να πει, καθώς ο περίεργος επισκέπτης της δεν  της αφήνει και πολλά περιθώρια. Φαίνεται απόμακρος άνθρωπος. Του λέει για μια προκαταβολή, ο ίδιος συμφωνεί, πιάνει το κλειδί και ανεβαίνουν τις σκάλες για τον πρώτο όροφο. Ανοίγει την πρώτη πόρτα δεξιά και τον οδηγεί σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα παράθυρο ίσα να μπαίνει φως, και ένα μονό κρεβάτι στη μία πλευρά του δωματίου. Του λέει ότι το φαγητό θα είναι έτοιμο σε λίγη ώρα για να κατέβει να φάει. Εκείνος την ευχαριστεί. Κλείνοντας την πόρτα πίσω της κάνει τον σταυρό της.

Ο Πάμπλο δεν χάνει καιρό. Πρέπει να επικοινωνήσει. Να μιλήσει με το αφεντικό του, το Θηρίο, και να λάβει οδηγίες. Κλείνει την κουρτίνα. Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Ανοίγει τη βαλίτσα και βγάζει τέσσερα μεγάλα κεριά. Τα τοποθετεί στις γωνίες του δωματίου. Ο ίδιος κάθεται στο κέντρο του. Το Θηρίο περιμένει ανυπόμονο να μάθει τι είδε ο Πάμπλο. Πρέπει να συνεννοηθούν πως θα κινηθούν για να ολοκληρώσουν το σχέδιό τους. Τίποτα δεν θα σταθεί εμπόδιο για την εκδίκησή του. Ο Πάμπλο απαγγέλει με βαθειά φωνή το κάλεσμα, προσφωνώνοτας το όνομα του αφέντη του. Τα μάτια του μαυρίζουν. Αισθάνεται τη μορφή του Θηρίου μπροστά του.

«Όλα είναι έτοιμα…».

«Καλώς… Προχώρα…».

«Πρέπει πρώτα να με εμπιστευτούν…».

«Τελείωσε το μια και καλή… Έχω μια συμφωνία να τηρήσω με την Άλλη Μεριά…» η φωνή του απόκοσμη. Αυστηρή. Η εντολή ήταν πασιφανής.

«Αφέντη, δώσε μου λίγο καιρό, και θα κάνω ακριβώς ό,τι μου είπες».

«Πάμπλο… μην με απογοητεύσεις…», λέει το Θηρίο ενώ σβήνει η φωνή του μαζί με τα κεριά.  

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *