Δανάη

[Δανάη] Κεφάλαιο 5ο

Διορθώσεις: Μαίρη Δάογλου

Illustration: Ertion Selimi

Μάρτιος, Γραφείο κ. Στριμενόπουλου, έτος πρώτο

«Έπρεπε να έρθω… Το είχα παραμελήσει αρκετά. Η αλήθεια είναι ότι το χρειαζόμουν κιόλας. Δεν έχω να σου πω πολλά… Από όταν κατέβηκα στην Αθήνα, προσπάθησα να ισορροπήσω στα πάντα. Σχολή, δουλειά, φίλοι, αγόρι, και μέσα σε όλα αυτά παραμελούσα άλλοτε επίτηδες κι άλλοτε κατά λάθος τη δική μου υγεία».

«Ας ξεκινήσουμε από την αρχή· από όταν κατέβηκες για να σπουδάσεις. Πώς σου φάνηκε η πόλη, η ζωή, ο κόσμος εδώ;»

«Κυρίως φιλικοί όλοι, και χαιρόμουν γιατί ήταν κάτι ολοκαίνουριο για μένα. Η σχολή ενδιαφέρουσα, και ακόμα είναι. Θεωρώ ότι βρήκα τον στόχο μου. Με τη δουλειά δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό. Σε ένα μαγαζί με ρούχα εργάζομαι πεντάωρη τα απογέματα. Με το αγόρι μου τα πάμε καλά, είμαστε περίπου έξι μήνες μαζί και σκοπεύαμε να πάμε για το Πάσχα στην πόλη μου για να δούμε και τους δικούς μου. Είχαν κατέβει τον προηγούμενο μήνα να με δουν, και μόλις τον γνώρισαν ξετρελάθηκαν, οπότε τον περιμένουν με ανυπομονησία».

«Και με την αγωγή σου;»

«Την έχω σταματήσει εδώ και λίγο καιρό».

«Γιατί αυτό;»

«Γιατί νόμιζα ότι ήμουν καλά. Πραγματικά ήμουν καλά, όλα πήγαιναν ρολόι. Αλλά τις τελευταίες μέρες δεν είμαι και τόσο καλά. Δεν υπάρχει κάποιος εξωτερικός παράγοντας, απλά έρχεται από μέσα μου. Αυτό το ξέρω σίγουρα».

«Δανάη, είτε με αγωγή, είτε χωρίς, όλοι τα χάνουμε κάποια στιγμή. Αυτό να το ξέρεις για τη ζωή σου. Ποτέ δεν πάνε όλα πρίμα, ή και αν πάνε, θα είναι για λίγο χρονικό διάστημα. Το ξέρω ότι έχεις τις δυσκολίες σου, αλλά θα σε παρακαλέσω να ξεκινήσεις πάλι την αγωγή σου και για όσο συνεργαστούμε να μη χάνεις τις επισκέψεις σου. Σε παρακαλώ, μην προσπαθείς να πετυχαίνεις σε όλα… Για μένα, σαν γιατρός σου, με ενδιαφέρει να κοιμάσαι καλά, να τρως και να μην παραμελείς την υγεία σου γενικότερα για κανέναν και για καμία δουλειά. Έγινα σαφής;»

«Εντάξει Κώστα… Σε ευχαριστώ».

~~~~

Φτάνω σπίτι του Γιώργου που με περιμένει, ανοίγοντάς μου κατευθείαν την πόρτα. Από το βλέμμα του καταλαβαίνω ότι ανησυχούσε. Ήθελα να έρθει και μαζί μου, αλλά του είπα ότι καλύτερα να πάω μόνη μου και το δέχτηκε. Καθόμαστε στον καναπέ αγκαλιά, και με ακούει να του διηγούμαι τι έγινε.

«Σε όλα δίκιο έχει αυτός ο άνθρωπος… εύχομαι να τον ακούσεις».

Με χαϊδεύει στη μέση και φιλιόμαστε για ώρα. Μέσα σε όλο το χάος στο κεφάλι μου, αισθάνομαι τυχερή που έχω έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν. Με σηκώνει και πάμε μέσα, όπου οι αισθήσεις φτάνουν στο ζενίθ τους και ο χρόνος σταματά και κοιτά με δέος τον έρωτά μας.

Λίγες ώρες αργότερα, χτυπάει το τηλέφωνό του. Είναι η μητέρα του και καλεί από Γαλλία. Οι γονείς του Γιώργου είναι ελληνικής καταγωγής, αλλά μεγάλωσαν και τα δυο τους αγόρια εκτός. Όταν ο Γιώργος έκλεισε τα δεκαοχτώ, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί για σπουδές στην Αθήνα. Λίγα χρόνια αργότερα, τον ακολούθησε και ο μικρός του αδερφός, ο οποίος μας έχει φέρει σε δύσκολη θέση αρκετές φορές από όταν τα βρήκαμε.

Αλλά αυτά άλλη στιγμή.

Πλέον ο Γιώργος έχει τελειώσει με τις σπουδές του ως Σύμβουλος Επιχειρήσεων, αν και όταν μου το είπε, γέλασα.

«Δεν σε είχα για τέτοια δουλειά…»

«Ούτε εγώ, αλλά το ’χω να ξέρεις».

Η μητέρα του είναι αυταρχική και τα θέλει όλα όπως τα θεωρεί σωστά αυτή. Τουλάχιστον έτσι μου έχει πει ο Γιώργος, ο οποίος τη σέβεται, αλλά ώρες ώρες τον φτάνει σε σημεία εκνευρισμού.

Πάω στην κουζίνα και φτιάχνω μια ομελέτα για βραδινό. Κόβω και μια σαλάτα και τα σερβίρω στο τραπέζι. Τι να λένε τόση ώρα; Η φωνή του Γιώργου ανεβαίνει λίγο σε ένταση και μετά ξαναπέφτει. Τώρα σιωπή… Πλησιάζω το δωμάτιο και ανοίγω την πόρτα. Βλέπω έναν Γιώργο να κάθεται στο κρεβάτι, με τα χέρια του να καλύπτουν το πρόσωπό του.

«Πρέπει να φύγω για Γαλλία, και εγώ, και ο μικρός».

«Τι έγινε;»

«Ο πατέρας μου είναι στην εντατική. Είχε θέμα με την καρδιά του αρκετά χρόνια τώρα και…»

Καταπίνω το σάλιο μου και τον κοιτάω. Είναι σοβαρά τα πράγματα… Του προτείνω να πάω και εγώ, αλλά αυτός αρνείται, λέει ότι πρέπει να παρακολουθήσω τη σχολή μου. Επειδή πέρασα όλα τα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου, δεν σημαίνει ότι πρέπει να το αφήσω.

«Μα αν με χρειαστείς;» τον ρωτάω.

«Σε παρακαλώ, κάνε αυτό που σου ζητάω», μου απαντάει.

Το επόμενο πρωινό έφυγαν και οι δύο να προλάβουν τον πατέρα τους.

Μερικές μέρες αργότερα γίνεται η κηδεία του.

Στεναχωριέμαι που δεν είμαι δίπλα στον Γιώργο. Όταν μου το είπε, σχεδόν άρχισα να ετοιμάζω βαλίτσες για να φύγω με την πρώτη πτήση που θα έβρισκα, αλλά με σταμάτησε.

«Αγάπη μου… Θέλω και εγώ να έρθουμε εδώ μαζί, να σου δείξω και τα μέρη που μεγάλωσα, αλλά όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Σε παρακαλώ… Δεν έχει νόημα τώρα…»

Είχε δίκιο, δεν ήταν καλή στιγμή, όσο και να ήθελα να τον στηρίξω. Η οικογένειά του ήθελε τον χρόνο της να πενθήσει, και η μητέρα του ήταν και αυτή σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είχε χάσει τον επί τριάντα χρόνια σύντροφό της και μέσα σε όλο αυτό το πένθος έπρεπε να αναλάβει και τα ηνία της οικογενειακής περιουσίας. Και ενώ αυτά τα βάρη έπρεπε να πέσουν στις πλάτες του Γιώργου, η μητέρα του θεώρησε ότι ο πρωτότοκός της είχε ακόμα πολλά να μάθει, μέχρι να καταφέρει να αναλάβει.  

«Πόσο θα κάτσεις;» τον ρωτάω με αγωνία.

«Αρκετό καιρό», παραδέχεται. «Έχουμε πολλά θέματα να λύσουμε, και να βοηθήσουμε και λίγο τη μαμά. Και εγώ και ο μικρός. Τον έγραψε ήδη σε ένα ιδιωτικό σχολείο εδώ για να μην χάσει χρονιά…»

«Σ’ αγαπώ».

«Και εγώ μωρό μου, και εγώ…»

Το κλείνουμε και αρχίζω να κλαίω.

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *