Δανάη

[Δανάη] Κεφάλαιο 3ο

Διορθώσεις: Μαίρη Δάογλου

Illustration: Ertion Selimi

«Τι… τι συμβαίνει;»

Αισθάνομαι το κεφάλι μου βαρύ. Τα πάντα γυρίζουν, τα μάτια μου δυσκολεύονται να εστιάσουν. Κάποιος είναι στο δωμάτιο μου… όχι, στο σπίτι μου. Περίμενε… δεν είμαι σπίτι μου.

Τι έγινε;

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζω το δωμάτιο όπου βρισκόμουν… Δεν μου θυμίζει τίποτα. Πανικοβάλλομαι, δεν είναι κανείς εδώ. Το δωμάτιο μοιάζει παλιό, με παλιό κρεβάτι, ντουλάπες, διακοσμητικά. Παραπατάω. Νιώθω να μηνίγγια μου να πάλλονται. Κοιτάω κάτω, το σώμα μου, με ανησυχία. Φοράω τα ρούχα που φόραγα χθες στο πάρτι, μόνο που βρωμάνε αλκοόλ και τσιγάρο. Το πάρτι, ναι… Πήγαμε εκεί και περάσαμε καλά. Χορός, μουσική, ευχάριστοι άνθρωποι… Κατά τις τρεις είπαμε να πάμε Κεραμεικό, ναι, το θυμάμαι… Φάγαμε, και μετά ένα ακόμα ποτό. Από εκεί και πέρα το κενό. Ο Γιώργος… Με φλέρταρε όλο το βράδυ, αυτός πρότεινε να συνεχίσουμε. Η Μαρία είχε κουραστεί και είπε να γυρίσει σπίτι της, ενώ η Αγγελική με ακολούθησε μέχρι… Δεν θυμάμαι.

Τα πάντα γυρίζουν. Πόσα χρόνια είχα να το πάθω αυτό; Είχα ξεχάσει το άσχημο συναίσθημα του πρωινού μετά από ποτά. Ξανακάθομαι στο κρεβάτι και βλέπω τα παπούτσια μου. Τα φοράω και σηκώνομαι. Με πιάνει αναγούλα, τρέχω γρήγορα έξω και μπαίνω στο πρώτο δωμάτιο που βρήκα. Ήταν το μπάνιο, πάλι καλά.

Λίγα λεπτά αργότερα, βγαίνω σιγά σιγά έξω. Ακούω μουσική από κάπου, μάλλον από την κουζίνα. Προχωράω προσεκτικά, ενώ η μουσική ανεβαίνει σε ένταση με κάθε μου βήμα.

«Έλα μάνα! Ναι, καλά είμαι, εσείς; Όχι, όχι… Ναι! Μη σε αγχώνει. Το ξέρω, αλλά είναι μικρός, πρέπει να μάθει. Δεν θα τον στείλουμε και αναμορφωτήριο επειδή δεκάξι χρόνων σούφρωσε δυο μπύρες από το μπαρ… Θα μιλήσω εγώ με τον ιδιοκτήτη. Το ξέρω ότι σε παίρνει συνέχεια τηλέφωνο, μη με διακόπτεις. Εντάξει, θα τα κανονίσω εγώ… Όλα καλά εκεί; Ωραία, θα τα πούμε».

Τι ήταν αυτό τώρα; Τι φάση; Πού είμαι; Πάλι καλά μου κόβει και περιμένω λίγο πριν εμφανιστώ. Αδιαμφισβήτητα ήταν ο Γιώργος, τη θυμάμαι πολύ καλά τη φωνή… Τι παίχτηκε τώρα;

«Κα… Καλημέρα…» ψιθυρίζω, με μια φωνή που δεν έμοιαζε με τη δική μου. Καθαρίζω τον λαιμό μου και κοιτάω τον χώρο. Μια κουζίνα ενωμένη με το καθιστικό. Ένα μεγάλο γραφείο με έναν υπολογιστή σε μια από τις γωνίες δίπλα στο παράθυρο και ένα κρεβάτι ξέστρωτο στην άλλη γωνία. Ο ένας καναπές με το τραπεζάκι μπροστά του, επίσης με σκεπάσματα πάνω του. Στον χώρο της κουζίνας ένα παλιό τραπέζι με τράπουλές απάνω, και τέσσερις καρέκλες περιμετρικά του. Ο Γιώργος, και αυτός με τα χθεσινά ρούχα του, να με κοιτάει και να περιμένει να πω κάτι.

«Μήπως υπάρχει καθόλου καφές; Και λίγο νερό;» καταφέρνω να πω κανονικά, και σηκώνεται από τη θέση του στο γραφείο, κατευθυνόμενος προς την κουζίνα. Μαζεύει τις τράπουλες και φτιάχνει καφέ και για τους δυο μας. Ελληνικό… τον αγαπημένο μου.

Φέρνει τους καφέδες και το νερό, κάθεται δίπλα μου και σταυρώνει τα δάχτυλά του. Πίνω μονορούφι το νερό και δοκιμάζω λίγο από τον καφέ. Καίει, αλλά μου είναι τόσο ευχάριστος. Σηκώνεται και μου γεμίζει πάλι το ποτήρι με νερό, και μαζί μού φέρνει ένα κουτί ασπιρίνες.

«Σε ευχαριστώ. Πραγματικά το κεφάλι μου πάει να σπάσει!»

Κατεβάζω δύο ασπιρίνες και πίνω και το υπόλοιπο νερό. Έπειτα από λίγο, αισθάνομαι κάπως καλύτερα.

«Τι έγινε χθες; Πώς και κοιμήθηκα εδώ;» προσπαθώ να μάθω τι έγινε, αλλά ο Γιώργος δεν λέει να απαντήσει.

«Γιώργο; Που είναι η Αγγελική; Γιατί με έφερες εδώ; Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εδώ μένεις;» πιέζω λίγο ακόμα, αν και από ό,τι βλέπω είναι το τελευταίο που τον ενδιαφέρει στην παρούσα φάση.

Αφήνει έναν εκνευρισμένο αναστεναγμό, και καταλαβαίνω ότι του είμαι βάρος. Πίνω δύο ρουφηξιές από τον καφέ και εντοπίζω την τσάντα μου πάνω στον καναπέ. Σηκώνομαι και την ανοίγω. Βγάζω το κινητό και κοιτάω την ώρα… Τρεις το μεσημέρι, κλήσεις πέντε από τη μητέρα μου και άλλες εφτά από τον πατέρα μου. Ωχ… ανησύχησαν σίγουρα.

«Σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία, γεια σου», του πετάω βιαστικά και βγαίνω γρήγορα από την πόρτα.

Μόλις φτάνω σπίτι μου, γδύνομαι γρήγορα και μπαίνω για ένα χλιαρό ντους. Το τηλέφωνο αρχίζει πάλι να χτυπάει, αλλά εγώ αφήνω το νερό να τρέξει από τα μαλλιά μου μέχρι που φτάνει στην μπανιέρα και μου απαλύνει σώμα και πνεύμα. Δέκα λεπτά αργότερα, σκουπίζομαι με την πετσέτα και κάθομαι στο κρεβάτι μου ανανεωμένη.

«Έλα μπαμπά… Ναι, συγνώμη, είχα ξεχάσει το κινητό σε μια φίλη χθες και τώρα πήγα και το πήρα. Ναι όλα καλά! Φιλιά στη μαμά! Γεια!»

Ουφ! Πάει και αυτό.

Πάμε στον επόμενο.

«Παρακαλώ;»

«Έλα Αγγελική, εγώ είμαι! Η Δανάη!»

«Ώπα! Για δες ποια αποφάσισε να εμφανιστεί… Πέρασες καλά χθες;» με ρωτάει πονηρά.

«Τι εννοείς;»

«Σε έχασα κάποια στιγμή μετά το ποτό, ή μάλλον, ποιο ποτό, ποτά καλύτερα… Τέσσερα ήταν. Είχες φύγει, μίλησα με τον Γιώργο και μου είπε ότι δεν αισθανόσουν καλά και φύγατε μαζί. Καλό παιδί ο Γιώργος! Αν δεν ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερός μου θα στον είχα πάρει! Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ…» καθώς μιλάει, επεξεργάζομαι αυτά που μου λέει. Όντως πήραμε ταξί και φύγαμε μαζί. Εγώ να του λέω για τη ζωή μου, και αυτός να με βάζει μέσα στο σπίτι του, και μετά να με σκεπάζει με μια κουβέρτα στο κρεβάτι και να κλείνει το φως και την πόρτα.

«Αυτά έγιναν χθες που λες… Εγώ πάλι κάθισα μέχρι το πρωί, και έφυγα για το σπίτι με το πρώτο μετρό. Μη νομίζεις, και εγώ τώρα ξύπνησα…»

Πονάνε πάλι τα μηνίγγια μου.

«Εντάξει Αγγελικούλα, σε ευχαριστώ! Θα τα πούμε και στη σχολή! Έλα μου, γεια!» βιάζομαι να κλείσω. Ψάχνω το κινητό, μπας και έχω το νούμερο του Γιώργου για του ζητήσω συγνώμη για τη χθεσινή μου συμπεριφορά… ένας Θεός ξέρει τι του έλεγα.

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *