Rasnarry Academy

Δύο σταγόνες θάρρος, μία σταγόνα ψυχή [Rasnarry Academy Short Story]

Η Σιράν έσφυζε από ζωή σήμερα. Παιδιά έτρεχαν στους δρόμους ενώ οι πλανόδιοι έδειχναν την πραμάτεια τους στους κατοίκους του Νότιου Κάστρου της Χώρας των Ανθρώπων. Ο ζεστός νότιος άνεμος που ερχόταν από την έρημο του Ισχάρ αρρώσταινε την Μακριβέη Οτίγιε που ακόμα και με το ελαφρύ κόκκινο και φαρδύ φόρεμα της, έσταζε από τον ιδρώτα. Το τουρμπάνι στο κεφάλι της έκρυβε επιμελώς τα ανύπαρκτα μαλλιά της, μία παράδοση της οικογένειας που την γέννησε, να ξυρίζουν τα μαλλιά τους. Η οικογένεια των Οτίγιε, που μόλις έμαθαν τα χαρίσματα της, φρόντισαν να την στείλουν στην οικογένεια των Καλβίνο, στην πόλη Σιράν.

Εκεί, έμαθε δίπλα στον αρχηγό Βίκτωρ Καλβίνο να χειρίζεται την τέχνη της και να μην φοβάται τους εχθρούς της. Στα 20 της χρόνια η Μακριβέη δηλώνει περήφανη Νεκρομάντης, ένας κλάδος της Αλχημείας που ήταν αρκετά παρεξηγημένος από τον λαό του Ήθεριντ. Ποιον πείραζε το γεγονός ότι έβλεπε πνεύματα αραιά και που; Ποιον πείραζε η σκοτεινή μαγεία της; Σίγουρα όχι την ίδια.

Με την ανάστροφη του χεριού της σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπό της. Τα πράσινα μάτια έτσουζαν από τον ήλιο και ένοιωθε μια έντονη ανάγκη για νερό. Προχωρούσε ανάμεσα στο πλήθος, που την πίεζε δεξιά και αριστερά να περπατήσει πιο γρήγορα. Ένας πανικός μέσα στην αγορά. Η Μακριβέη διάλεξε ένα παράπλευρο δρόμο για να γλιτώσει. Φθάνοντας στα μέσα του δρόμου, σταμάτησε να πάρει μια ανάσα και να ησυχάσει από την οχλοβοή. Σήμερα ήταν η μέρα, το διάβασε στα άστρα, και έπρεπε να βιαστεί. Περπάτησε γρήγορα το άδειο σοκάκι και βρέθηκε σχεδόν στην βόρεια πύλη της πόλης.

Βγαίνοντας ξανά στον κεντρικό δρόμο το πλήθος ειχε αραιώσει αρκετά, και ένοιωθε σχεδόν ελεύθερη. Τελείως ελεύθερη θα αισθανόταν όταν έφθανε επιτέλους στον προορισμό της. Έτρεχε σχεδόν όταν βγήκε από τους γκρίζους τοίχους της πόλης και χαιρετώντας τους φρουρούς χάθηκε μέσα στα δέντρα και τους θάμνους της Κοιλάδας του Θανάτου. Ένα όνομα που το έλαβε πριν αρκετές εκατοντάδες χρόνια όταν στον Μεγάλο Πόλεμο, χάθηκαν πολλές ζωές και από τα δύο μέτωπα στα μονοπάτια και τις χαράδρες της. Κάποιοι, λένε ότι, αυτοκτόνησαν κιόλας μην αντέχοντας να μάχονται άλλο σε αυτόν τον ατελείωτο πόλεμο μεταξύ των Φυλών.

Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος παρέα με τα βρύα και τις λειχήνες, τα βράχια και τα δέντρα, έκαναν την Μακριβέη να χαμογελάσει, και να πάρει μια βαθιά ανάσα που γέμισε τα πνευμόνια της με τις καθαρές, αιθέριες οσμές. Έχοντας έρθει πολλές φορές από αυτό το μονοπάτι είχε φροντίσει να αφήσει σημάδια, διακριτά μόνο από αυτήν. «Λίγο αίμα σε μερικές πέτρες δεν έβλαψε ποτέ κανέναν», σκέφτηκε και χαμογέλασε πλατιά, περπατώντας πιο βαθιά μέσα στο δάσος.

Σύντομα έφθασε στην σπηλιά, που η σκιά της και η υγρασία από τον καταρράκτη δίπλα της, την είχαν φιλοξενήσει πολλές φορές κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής της. Μακριά από όλους και από όλα μπορούσε να είναι ο εαυτός της, να ασκεί την Νεκρομαντεία της και να αφήνεται ελεύθερη. Μέσα στη σπηλιά ακούγονταν μικρές κραυγές. «Άργησα…» λέει, και παίρνει την δάδα που είχε αφήσει στο έδαφος από προηγούμενη φορά. Γρήγορα την ανάβει και μπαίνει μέσα στην σπηλιά. Το σκοτάδι την υπακούει και απομακρύνεται από το διάβα της. Σύντομα φθάνει σε ένα πλατύ σημείο στο τέλος της σπηλιάς. Οι κραυγές έχουν αντικατασταθεί από παραπονιάρικες φωνούλες καθώς η μητέρα ταΐζει τα νεογνά της. Η Μακριβέη χαμογελάει και τοποθετεί την δάδα σε μία προεξοχή του τοιχώματος. Πλησιάζει με προσοχή την αγαπημένη της λύγκα, που μόλις είχε γεννήσει τα μικρά της. «Λυγ, συγνώμη που άργησα» της λέει και της χαϊδεύει τα μυτερά αυτιά της. Η Λυγ, κλείνει τα μάτια και αφήνεται στο χάιδεμά της. Αμέσως μετά στρέφεται σε μια μυρωδιά που ερχόταν από την τσάντα της. Η Μακριβέη χαμογελάει, και βγάζει δύο μεγάλα κομμάτια κρέας από αγριόχοιρο και τα αφήνει μπροστά στην Λυγ. «Σκέφτηκα ότι θα πεινάς… Όλα δικά σου!» και έστρεψε την προσοχή στα μικρά της. Δυο σταλιές, δυο μικρά λυγκάκια τα οποία βύζαιναν την μαμά τους, αποζητώντας το γάλα και την ζεστασιά της. Τα κυοφορούσε πολύ καιρό τώρα σχεδόν 3 μήνες, αλλά τα μικρά φαινόταν υγιή και δυνατά. Όμως, πιο πίσω, στα πόδια της Λυγ, βρισκόταν και ένα τρίτο, μικρότερο σε μέγεθος, που ανάσαινε με δυσκολία. Η Μακριβέη το πήρε στα χέρια της, και το τοποθέτησε με προσοχή δίπλα στα άλλα. Ασθενικό λυγκάκι το οποίο αν δεν τρεφόταν θα έσβηνε σύντομα. Το μικρό άρχισε να βυζαίνει την μαμά του προσπαθώντας να κερδίσει το μερίδιο του στην ζωή.

Η Μακριβέη επισκεπτόταν καθημερινά την Λύγκα και τα μικρά της, τα οποία μεγάλωναν μέρα με την μέρα, μήνα με τον μήνα. Η Λυγ έφευγε καθημερινά, λείποντας αρκετές ώρες προκειμένου να κυνηγήσει και να θρέψει τους απογόνους της. Το τρίτο και πιο ασθενικό, συνέχιζε να είναι μικρότερο από τα άλλα, όμως το ίδιο ζωηρό με αυτά, αν και αρκετά φοβητσιάρικο. Απέφευγε τα χαϊδέματα της Μακριβέη και κρυβόταν πίσω από τους βράχους ή τα φυτά που υπήρχαν γύρω από τον καταρράκτη. Όλα είχαν μοιάσει στην μητέρα τους με το κόκκινό καφέ τρίχωμά τους, και τα μυτερά αυτιά τους, το βαρύ πάτημα τους και την εξυπνάδα τους.

Μια μέρα που έβρεχε η Μακριβέη δεν μπόρεσε να πάει να δει την Λυγ, όμως φρόντισε να πάει την επομένη μαζί με κρέας από πρόβατο που είχε σφάξει. Πλησιάζοντας στην σπηλιά, το οσμίστηκε. Φρέσκο αίμα. Δεν χρειάστηκε να φθάσει στην σπηλιά για να το δει να τρέχει στο πράσινο χορτάρι. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το τι είχε συμβεί… Η Μακριβέη μπαίνοντας στην σπηλιά την είδε… Η Λυγ ανάσαινε με δυσκολία, και δάκρυα ήρθαν στα μάτια της Μακριβέη. Παραδίπλα τα δύο μικρά είχαν ήδη αφήσει την τελευταία τους πνοή. Έσκυψε και πήρε το κεφάλι της Λυγ στην αγκαλιά της. Η Λυγ άρχισε να της γλύφει τα χέρια. Με μια ύστατη προσπάθεια σήκωσε το βλέμμα την κοίταξε, και η Μακριβέη χωρίς δεύτερη σκέψη, με ένα στιλέτο έδωσε τέλος στη ζωή της Λυγ. Τα μάτια της άδειασαν από ζωή και το σώμα της ξεκουράστηκε από τα χτυπήματα που είχε δεχθεί.

Η Μακριβέη δεν μπορούσε να δει πνεύματα ζώων, αλλά ήταν σίγουρη πως το πνεύμα της Λυγ θα τριγυρνούσε μέχρι να βρει τον υπαίτιο του φόνου των παιδιών της και της ίδιας. Θα χαμογελούσε στην Μακριβέη με αγάπη και θα την ακολουθούσε όπου και αν πήγαινε. Φρόντισε να την θάψει στο πλάι του καταρράκτη μαζί με τα δύο μικρά της και να πάρει ένα ενθύμιο από εκείνη. Ένα και μοναδικό δόντι, έναν κυνόδοντα που θα τον φοβόνταν όλοι όσοι έρχονταν για εκείνην. Μια Θεία προστασία από την αγαπημένη της Λυγ. Το τρίτο μικρό δεν το βρήκε ποτέ και σίγουρη ότι το είχαν κατασπαράξει, έκλαψε και έφυγε για την Σιράν, μη έχοντας σκοπό να γυρίσει ποτέ πίσω σε αυτήν την σπηλιά.

Μερικά χρόνια αργότερα

«Μακριβέη συγκεντρώσου στο θέμα μας!» της λέει επιτακτικά ο Βίκτωρ. «Πες μου τι βλέπεις!»

Η Μακριβέη επικεντρώνεται στο πνεύμα που έχει μπροστά της. Δεν μπορεί να ακούσει τι λέει, μόνο να καταλάβει από τα νοήματα, αλλά και αυτό είναι δύσκολο. Κάτι τεράστιο, κάποιο τέρας, δόντια, σαγόνια και μεγάλα μάτια. Η Μακριβέη τα λέει στον Βίκτωρ και στην συνοδεία από πολεμιστές. Ψάχνουν κάτι ή κάποιον που έχει σκοτώσει ήδη μίαν αποστολή των Καλβίνο στην Κοιλάδα του Θανάτου. Ακόμα και αν αυτή η αποστολή ήταν παιχνιδάκι για τις ικανότητες του Βίκτωρ, αρχηγού των Καλβίνο, ο ίδιος αποφάσισε πως θα ήταν μια καλή εκπαίδευση για την Μακριβέη που οι δυνάμεις της ήταν ακόμα άναρχες. Η Νεκρομαντεία άλλωστε ήταν δύσκολη να την ελέγξει κανείς.

Το πνεύμα της δείχνει μια κατεύθυνση δυτικά. Ξεκινούν όλοι με τα άλογα τους να ακολουθούν την Μακριβέη και τον Βίκτωρ. Ο Φύλακας του Βίκτωρ, ο Καλ, παρών σε κάθε βήμα του Αρχηγού του, σήμερα σε αυτήν την αποστολή δεν θα επενέβαινε, εκτός και αν κινδύνευε ο Αρχηγός του.

Σύντομα φθάνουν σε ένα ξέφωτο. Λίγο πιο μακριά ακούγονται νερά. «Ο καταρράκτης!» σκέφτεται η Μακριβεη. Κατεβαίνοντας από τα άλογα, η Μακριβέη έχει το νου της. Μια σκιά περνάει από πίσω τους, πίσω από τα δέντρα. Οι άντρες υψώνουν τα ξίφη τους και ο Βίκτωρ κρύβει την Μακριβέη πίσω του. Η σκιά ξαναεμφανίζεται και αυτή τη φορά δείχνει την μορφή της. «Ένας λύγκας» λέει ένας από την αποστολή. Ένας μεγάλος λύγκας, αίλουρος, με δυνατό βήμα και τεράστια δόντια, πλησιάζει τον Βίκτωρ και την Μακριβέη. Ένας θαρραλέος άνδρας πετάγεται μπροστά να τους σώσει. «ΜΗ!» φωνάζει η Μακριβέη ενώ ο λύγκας ήδη έχει μπήξει τα δόντια του στον λαιμό του πολεμιστή. Ο λύγκας ξαφνιάζεται από την φωνή της, και χάνει την συγκέντρωσή του για ένα δευτερόλεπτο, κρίσιμο όμως, καθώς οι υπόλοιποι έχοντας συνέλθει από την έκπληξη του, ορμούν στον λύγκα. Η Μακριβέη  φωνάζει, και ο Βίκτωρ να την κρατάει από τους ώμους να μην τραυματιστεί από την αποστολή που εχει πέσει με μανία στον λύγκα. Η Μακριβέη με δάκρυα στα μάτια κάνει πέρα τον Βίκτωρ, ακουμπάει τα χέρια της στη γη. «Σκιερό Γράπωμα» φωνάζει, και πλοκάμια από σκοτάδι, αρπάζουν και γραπώνουν τα 3 μέλη της αποστολής και τον λύγκα κρατώντας τους γερά.

Η Μακριβέη πλησιάζει τον λύγκα. Αναγνωρίζει την μυρωδιά του αίματος του, την κάποτε ασθενική ανάσα του που τώρα βρυχάται και σείεται η Γη. Πονάει, οι παλμοί του έχουν αυξηθεί, και κοιτάει βαθιά στα μάτια την Μακριβέη. Έτοιμος να ορμήσει και πάλι, το σκοτάδι τον κρατάει όμως γερά. «Μακριβέη; Τι κάνεις;» της φωνάζει ο Βίκτωρ. Η Μακριβέη όμως δεν ακούει, μόνο δείχνει στον λύγκα το βραχιόλι της, ένα βραχιόλι με ένα μόνο κυνόδοντα, αυτόν της μητέρας του, που κάποτε είχε θάψει, λίγο πιο κάτω από τον ξέφωτο, δίπλα στον καταρράκτη. Τα μάτια του λύγκα λάμπουν μπροστά στο θέαμα του βραχιολιού. Ο λύγκας μυρίζει την Μακριβέη, και ηρεμεί. Η ανάσα του γίνεται φυσιολογική και κατεβάζει το κεφάλι του. Η Μακριβέη κάνει την κίνηση να τον χαϊδέψει στα αυτιά, και ο λύγκας της το επιτρέπει. Σύντομα αφήνει τα πλοκάμια από σκοτάδι να τα απορροφήσει η γη και όλοι αφήνονται ελεύθεροι. «Βρήκες αυτόν που έψαχνες, αυτόν που σκότωσε την μητέρα σου;» τον ρωτάει ψιθυριστά. Ο Λύγκας δείχνει με την μουσούδα τον δεύτερο πολεμιστή, τον Ραγ, ένα βδέλυγμα για πολεμιστής των Καλβίνο που απορούσαν όλοι γιατί υπήρχε ακόμα στην προσωπική φρουρά του Κελεμπ. Η Μακριβέη, κάνει να γυρίσει στον Βίκτωρ να εξηγήσει και να απαιτήσει δικαιοσύνη, αλλά ο λύγκας έχει άλλα σχέδια. Ορμάει στον λαιμό του Ραγ πράγμα δύσκολο μιας και ο Ραγ είναι ένα τέρας από μόνος του, μια μάζα από μυς, χωρίς ταχύτητα, όμως καταφέρνει να διαπεράσει την κοιλιά του λύγκα με το ξίφος του. Ακόμα και λαβωμένος, καταφέρνει να στερήσει τη ζωή από τον Ραγ.

Πέφτουν στο έδαφος, και η Μακριβέη τρέχει και απομακρύνει το ξίφος από τον λύγκα, κλαίγοντας και κρατώντας τον όπως την μητέρα του κάποτε. Βγάζει για ακόμα μια φορά το στιλέτο της, και με λυγμούς τον κοιτάει στα μάτια. Οι υπόλοιποι δεν κουνιούνται. Ο Βίκτωρ την πλησιάζει και ακουμπάει το χέρι του στον ώμο της. «Δείξε δύναμη… Η Θεά Μητέρα θα τον υποδεχτεί στην αγκαλιά της…» της λέει, και η Μακριβέη κόβει με μια κίνηση τον λαιμό του λύγκα, που κάποτε κρατούσε στην αγκαλιά της μαζί με τα αδέρφια του και την μητέρα τους. Ένα πληγωμένο ζώο, που έψαχνε για εκδίκηση όλα αυτά τα χρόνια. Ένας ιερός σκοπός που ολοκλήρωσε με δύο σταγόνες θάρρος και μία σταγόνα ψυχή, την δική του.

Η Μακριβέη ζήτησε από τον Βίκτωρ, να μεταφέρουν και να θάψουν τον λύγκα στον καταρράκτη δίπλα στην μητέρα του και τα αδέλφια του. Τον Ραγ δεν τον έκλαψε κανείς τους, όμως φρόντισαν να τον μεταφέρουν πίσω στην πόλη για να γίνουν τα πρέποντα. Η Μακριβέη έθαψε παρέα με τον λύγκα, τον κυνόδοντα της Λυγ για τον φροντίζει και να τον προσέχει μέχρι να φθάσει σε αυτήν και στα αδέλφια του, εκεί που άνηκε πραγματικά.

                                                                                                        

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/61713457386052212/

Λάτρης των βιβλίων και της συγγραφής μικρών ιστοριών, ένα ωραίο πρωινό πριν μερικά χρόνια ξεκίνησα να ανεβάζω υλικό σε ένα παλαιότερο blog. Μέχρι που δημιούργησα το παρόν blog, και υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιγά σιγά να γεμίσει αυτός ο "μελαγχολικός κήπος" με ιστορίες αντί για άνθη. Ελπίζω να τα καταφέρουμε! Για μένα η έκφραση μέσω των τεχνών είναι πολύ σημαντική για όλους μας! Ακόμα καλύτερα όταν συζητάς με κάποιον για αυτήν!! <3

2 Comments

Γράψτε απάντηση στο Stella Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *